Φύλακας άγγελος

427 46 7
                                    

Κωνσταντίνος POV

Τα χαράματα επιστρέφω στο σπίτι μου. Νιώθω το κεφάλι μου βαρύ από την έλλειψη ύπνου, τα βήματα μου σέρνονται. Είμαι κουρασμένος. Δεν ξέρω όμως αν είναι σωματική η ψυχική η κούραση μου. Μόλις μπαίνω μέσα στο σπίτι, βλέπω την Δέσποινα να έρχεται τρέχοντας κατά πάνω μου.
«αγόρι μου, ευτυχώς είσαι καλά!»
Αναφωνεί καθώς με τραβάει στην αγκαλιά της. Βλέπω την Ελένη να την ακολουθεί από πίσω. Ο πατέρας μου από την άλλη, άφαντος.
«κοιμήθηκε εκείνος;»
Ρωτάω καθώς ισιώνω το σώμα μου. Η Δέσποινα χαμηλώνει το κεφάλι της, δείχνοντας θλιμμένη.
«ν ναι»
Τραυλίζει. Δεν μπορώ να πω ότι με εκπλήσσει. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για εμένα, και το έδειχνε με τον κάθε πιθανό τρόπο.
«ωραία»
Μουρμουρίζω ενώ τις προσπερνάω για να πλησιάσω την μαρμάρινη σκάλα.
«Ντίνο μου»
Η φωνή της Ελένης με σταματάει, αλλά δεν κάνω την κίνηση να γυρίσω το κεφάλι μου.
«έκανες το σωστό»
Με επιβεβαιώνει, όπως όταν ήμουν μικρός. Ξεφυσάω.
«καληνύχτα»
Λέω χαμηλόφωνα και μετά ανεβαίνω γρήγορα τις σκάλες. Μόλις μπαίνω μέσα στο δωμάτιο μου, πέφτω ξερός πάνω στο κρεβάτι. Δεν θέλω να σκεφτώ τίποτα άλλο για απόψε. Ελπίζω μόνο να ξημερώσει γρήγορα για να μπορέσω να την ξαναδώ.

Τα μάτια μου ανοίγουν, για να αντικρίσουν ένα φωτεινό δωμάτιο. Αμέσως σηκώνω το χέρι για να καλύψω τα μάτια μου. Έπρεπε να είχα κλείσει τα παντζούρια. Μετά από μερικά λεπτά ανακάθομαι, κοιτάζοντας τριγύρω. Τι ώρα είναι; Ψάχνω στα τυφλά το κινητό μου, ώσπου τελικά το βρίσκω. Δύο το μεσημέρι. Τέλεια! Αμέσως πετάγομαι από το κρεβάτι για να πλησιάσω την πόρτα του δωματίου μου. Μόλις βγαίνω στον διάδρομο, για κακή μου τύχη, πετυχαίνω τον πατέρα μου.
«α, ωραία»
Πετάω ειρωνικά, χωρίς να το επεξεργαστώ.
«επιτέλους ξύπνησες»
Σχολιάζει, με τον θυμό να ακούγεται καθαρά στον τόνο της φωνής του.
«ναι, αλλά μην ανησυχείς, σε λίγο θα φύγω, να μην είμαι και μέσα στα πόδια σου»
Πετάω ξανά ειρωνικά. Κάνω να φύγω, αλλά εκείνος με αρπάζει από τον αγκώνα, σταματώντας με.
«εμείς οι δύο, πρέπει να κάνουμε μια μεγάλη κουβέντα»
Στρέφω απειλητικά το βλέμμα μου επάνω του.
«δεν έχω να πω τίποτα μαζί σου»
Γρυλίζω καθώς τραβάω απότομα το χέρι μου από την λαβή του.
«μη με προκαλείς άλλο Κωνσταντίνε. Γιατί θα με δεις, όπως δεν μ' έχεις ξαναδεί ποτέ!»
Και τώρα ας πούμε τι; πρέπει να τον φοβηθώ; Ρουθουνίζω ειρωνικά.
«ότι πεις»
Λέω και μετά φεύγω από κοντά του, για να μπω μέσα στο μπάνιο. Δεν θα ασχοληθώ άλλο με την τρέλα του. Το μοναδικό πράγμα που θέλω τώρα, είναι να βρω την Άννα, να περάσω λίγο χρόνο μαζί της.

Η λεωφόρος των ονείρωνΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα