Απλώς φύγε

421 51 7
                                    

Νόρας POV

Το βράδυ επιστρέφω στο σπίτι, νιώθοντας πραγματικά κομμάτια. Περπατάω στο πεζοδρόμιο, χαμένη μέσα στις σκέψεις μου. Σήμερα δεν μιλήσαμε καθόλου. Βασικά, είχα κλείσει το κινητό μου. Πρέπει να καταλάβει ότι αυτό που είπα, το εννοώ! Δεν μπορούμε να είμαστε τίποτα, ούτε φίλοι, ούτε γνωστοί, ούτε... καλά, αυτό δεν το σκέφτομαι καν σαν πιθανότητα! Βγάζω την συσκευή από την τσέπη του τζιν μου. Τριάντα κλήσεις! Θεέ μου, σίγουρα θα έχει τρελαθεί από την αγωνία του. Αλλά... μπορεί και όχι. Κλείνω το τηλέφωνο και το ξανά βάζω στην τσέπη μου. Πιστεύω ότι αύριο κιόλας θα με έχει ξεχάσει, σαν να μην υπήρξα ποτέ στην ζωή του. Εξάλλου αυτός είναι ο γιος του δημάρχου, μπορεί να έχει όποια θέλει. Κάποια πλούσια ίσως, που να ανήκει στη δική του κοινωνική θέση. Αν το σκεφτείς λογικά, δεν κολλάμε πουθενά! Εκείνος έχει μάθει να ζει μέσα στην χλιδή, και εγώ μες τον φόβο. Όχι, δεν ταιριάζουμε από καμία άποψη. Μόλις φτάνω στην ευθεία του σπιτιού μου, βλέπω ένα αυτοκίνητο να βρίσκεται παρκαρίσμενο απέξω. Κοντοστέκομαι για λίγο, ώστε να το επεξεργαστώ. Το ξέρω αυτό το αμάξι. Κάνω μερικά βήματα, και τελικά καταφέρνω να ξεχωρίσω την σιλουέτα του μέσα στο ημίφως. Είναι εδώ! Να πάρει, γιατί ήρθε; Θέλει να με βάλει σε μπελάδες αυτός ο άνθρωπος, είμαι σίγουρη πια. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βαδίζω με σκυφτό το κεφάλι προς την καγκελόπορτα του σπιτιού μου.
«Άννα;»
Να πάρει, με είδε! Κάνω να ανοίξω, αλλά το χέρι του με σταματάει.
«γιατί δεν απαντάς στις κλήσεις μου;»
Ρωτάει σιγανά, με την ανάσα του να χτυπάει στο μάγουλο μου. Ξεροκαταπίνω.
«το είχα κλειστό»
«γιατί;»
Ρωτάει λίγο πιο έντονα από ότι πριν. Πως να του το εξηγήσω πάλι; Είχα την ελπίδα ότι είχα ξεμπερδέψει μαζί του, αλλά να που τώρα βρίσκεται εδώ, έξω από το σπίτι μου, να μου ζητάει τον λόγο που δεν του απαντούσα. Παίρνω τελικά το θάρρος και σηκώνω το κεφάλι για να τον κοιτάξω κατάματα.
«σου το είπα και χθες Κωνσταντίνε. Δεν θέλω να μιλάμε»
«και εγώ σου εξήγησα ότι δεν υπάρχει λόγος να μου το ζητάς αυτό!»
Αποκρίνεται, με τα χείλη του να έχουν γίνει πλέον μια βλοσυρή γραμμή. Είναι θυμωμένος.
«τι συμβαίνει Άννα; Πήρες αυτό που ήθελες και τώρα προσπαθείς να με ξεφορτωθείς;»
Πετάει, δείχνοντας αλαζονικός ξαφνικά. Τα μάτια μου γουρλώνουν από το σοκ.
«τι είπες;»
«αυτό που άκουσες. Με εκμεταλλεύτηκες και τώρα προσπαθείς να με ξεφορτωθείς»
Σηκώνω το χέρι, έτοιμη να τον χαστουκίσω. Αλλά ευτυχώς τελευταία στιγμή το μετανιώνω.
«δεν με ξέρεις καθόλου»
Λέω όσο πιο ψύχραιμα μπορώ.
«φύγε από το σπίτι μου»
Προσθέτω και μετά απλώνω το χέρι για να ανοίξω την πόρτα.
«γαμώτο ρε Άννα»
Πετάει ξαφνικά, πριν με γυρίσει από την άλλη και με τραβήξει απότομα στην αγκαλιά του. Σαστίζω με αυτή του την κίνηση.
«συγγνώμη, ειλικρινά συγγνώμη»
Η φωνή του βγαίνει αδύναμη, σαν να μην μπορεί να μιλήσει. Μένω παγωμένη, χωρίς να του ανταποδίδω την αγκαλιά. Δεν καταλαβαίνω τίποτα πια. Από την μία με κατηγορεί και από την άλλη με αγκαλιάζει, ζητώντας μου συγγνώμη.
«δεν μου φταίς εσύ»
Προσθέτει, σφίγγοντας με λίγο περισσότερο πάνω του. Κλείνω τα μάτια, αφήνοντας τις λέξεις να απελευθερωθούν από τα χείλη μου.
«είναι επικίνδυνο όλο αυτό»
Τόσο που μπορεί να στοιχήσει την ασφάλεια της οικογένειας μου. Προς έκπληξη μου, δεν με αφήνει, ούτε καν για να με κοιτάξει.
«δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι, Άννα»
Αχ, Κωνσταντίνε. Του είναι τόσο εύκολο να ξεστομίζει αυτές τις λέξεις. Αν ήξερε όμως...
«σε παρακαλώ, φύγε»
Ψελλίζω, αλλά δεν το εννοώ. Νομίζω ότι μπορεί να το καταλάβει και αυτός.
«δεν μπορώ, Άννα»
«μην το κάνεις πιο δύσκολο, σε παρακαλώ»
Επιμένω, αλλά δεν κάνω καμία κίνηση για να τον σπρώξω μακριά μου. Γιατί είμαι τόσο αδύναμη ξαφνικά; τι μου κάνει αυτός ο άντρας;
«μη με διώχνεις και συ Άννα. Άφησε με να είμαι ένα μικρό κομμάτι στη ζωή σου, σε παρακαλώ»
Μου ζητάει με σιγανή, απαλή φωνή. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, για να συγκρατήσω τον εαυτό μου από το να πει κάτι που δεν πρέπει.
«όλα με πιέζουν Άννα. Όλοι προσπαθούν να μου δείξουν τα δικά τους όνειρα, αλλά ξεχνάνε ότι έχω και εγώ τα δικά μου»
Όνειρα, τι όμορφη λέξη. Αλλά δυστυχώς δεν μπορεί να ταιριάξει με καμία πραγματικότητα.
«ξέρεις πόσες φορές το έχω νιώσει εγώ αυτό, Κωνσταντίνε;»
Ψελλίζω, νιώθοντας την καρδιά μου να σφίγγεται. Επιτέλους τραβιέται, ίσα ίσα για να με κοιτάξει κατά πρόσωπο.
«εσύ τουλάχιστον έχεις την δυνατότητα να κάνεις τα όνειρα σου πραγματικότητα. Κάποιοι άλλοι όμως εκεί έξω, δεν θα έχουν ποτέ αυτή την ευκαιρία»
Συνεχίζω, με τα μάτια μου να έχουν βουρκώσει πλέον. Τι νομίζει; ότι μόνο αυτός έχει χάσει τα όνειρα του; ανάθεμα αν ξέρει πόσοι άνθρωποι εκεί έξω έχουν χάσει τα όνειρα τους εξαιτίας της πραγματικότητας.
«Άννα...»
«φύγε Κωνσταντίνε. Απλώς... φύγε»
Πετάω, κόβοντας την πρόταση του, πριν καν προλάβει να την ξεκινήσει. Η θλίψη έχει ζωγραφιστεί πλέον καθαρά στο πρόσωπο του. Τον παρακολουθώ να κάνει δύο αβέβαια βήματα πίσω, χωρίς να χάνει την οπτική του επαφή μαζί μου.
«όπως θες»
Μουρμουρίζει πριν μπει μέσα στο αυτοκίνητο του. Μόλις φεύγει, καταρρέω στα σκαλοπάτια του σπιτιού μου, αφήνοντας ελεύθερο τον εαυτό μου να ξεσπάσει. Γιατί κλαίω τώρα; τι έχω πάθει;

Η λεωφόρος των ονείρωνWhere stories live. Discover now