Τέλειωσαν όλα

460 36 8
                                    


Μέσα στο σπίτι επικρατεί ένα χάος. Ο πατέρας μου βρίσκεται σε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση. Τον παρακολουθώ να πηγαινοέρχεται μέσα στο σαλόνι, κρατώντας ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι του.
«καταστράφηκα. Όλη μου η καριέρα καταστράφηκε»
Μουρμουρίζει, περισσότερο στον εαυτό του, παρά σε μένα.
«σίγουρα εκείνος ο Ματέο τον καθάρισε. Και του είπα ρε γαμώτο να μην πάει να τον βρει μόνος του»
Μόλις ακούω το όνομα εκείνου, όλο μου το σώμα παγώνει.
«ποιον Ματέο;»
«εκείνον τον Αλβανό»
Απαντάει λιτά, σαν να μην συνειδητοποίησε το μεγάλο λάθος που διέπραξε μόλις τώρα. Δηλαδή ο πατέρας μου είχε πάρε δώσε με τον Ματέο; μήπως... μήπως ήταν και αυτός μπλεγμένος όταν κάψανε το σπίτι της Νόρας; Οι γροθιές μου σφίγγονται, νιώθοντας τον θυμό να κοχλάζει μέσα στις φλέβες μου.
«τι δουλειά είχε με αυτόν;»
«τον πλήρωνα για να μου κάνει κάποιες δουλειές. Τίποτα το σημαντικό, μην φανταστείς»
Απαντάει λιτά, παριστάνοντας τον άνετο. Γαμώτο, θα εκραγώ!
«τι δουλειές; μίλα!»
Απαιτώ, κάνοντας μερικά βήματα για να τον πλησιάσω. Με ατενίζει με έκπληξη.
«τι έπαθες Κωνσταντίνε;»
Με ρωτάει, φανερά απορημένος. Προσπαθώ να αντισταθώ, προσπαθώ να ελέγξω τον θυμό μου, αλλά δεν τα καταφέρνω. Τον αρπάζω από το σακάκι του, ταρακουνώντας τον με δύναμη.
«αυτός και ο Μάξιμος έκαψαν το σπίτι της Νόρας, έτσι; πες μου, αυτοί δεν το έκαναν;»
Φωνάζω μπροστά στο πρόσωπο του. Τα μάτια του φανερώνουν φόβο πλέον.
«άρχισες πάλι τις τρέλες σου;»
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου, κάνοντας παράλληλα μερικά βήματα πίσω.
«λάθος, τώρα θα αρχίσω»
Τον ενημερώνω και μετά φεύγω με μεγάλες δρασκελιές από το σπίτι. Τώρα όλα είναι ξεκάθαρα μέσα στο μυαλό μου. Ο Ματέο ήταν πίσω από όλα λοιπόν. Πρέπει να βρω την Νόρα, πρέπει να την κρατήσω μακριά από εκείνον.

Νόρας POV

Βρισκόμαστε καθισμένες στο σαλόνι. Η μάνα μου έχει το βλέμμα της χαμηλωμένο στο πάτωμα, ενώ εγώ έχω καρφωθεί πάνω στο ρολόι.
«μα που είναι ο Ματέο;»
Έχει αργήσει πάνω από μια ώρα.
«έχω αρχίσει και γω τώρα να ανησυχώ»
Εκπλήσσομαι με την δήλωση της μάνας μου. Τελείωσε, θα τον πάρω τηλέφωνο. Μόλις παίρνω το τηλέφωνο από το τραπεζάκι, αρχίζει να χτυπάει. Σαστίζω μόλις βλέπω το όνομα του Κωνσταντίνου να αναγράφεται στην οθόνη.
«ναι;»
«που είσαι;»
Ακούγεται περίεργος, ίσως και θυμωμένος.
«στο σπίτι του Ματέο»
Ακούω έναν θόρυβο από την άλλη γραμμή, σαν να χτύπησε κάτι.
«έρχομαι τώρα από κει να σας πάρω»
Μου ανακοινώνει και μετά το κλείνει. Τα μάτια μου γουρλώνουν από το σοκ.
«ποιος ήταν;»
«ο Κωνσταντίνος. Λέει ότι έρχεται από δω»
Απαντάω, ατενίζοντας την σβηστή οθόνη. Είπε ότι θα έρθει από δω; Η καρδιά μου ανεβάζει επικίνδυνα τους παλμούς της. Αν τον δει ο Ματέο, δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα. Εκείνη την στιγμή, ακούγεται το ξεκλείδωμα της πόρτας. Αμέσως σηκώνομαι από την θέση μου για να τρέξω προς την είσοδο.
«Ματέο!»
Αναφωνώ, γεμάτη ανακούφιση. Κάνω να τον πλησιάσω, αλλά κοκαλώνω μόλις βλέπω τα αίματα πάνω στην μπλούζα του.
«Ματέο, τι έγινε; τι τι είναι αυτά;»
Τον παρακολουθώ να περπατά με δυσκολία προς το μέρος μου.
«δεν έχω πολύ χρόνο Νόρα»
Λέει και μετά καταρρέει μπροστά στα πόδια μου.
«Ματέο!»
Αναφωνώ, καθώς πέφτω στα γόνατα μου για να πιάσω το πρόσωπο του.
«Νόρα, τι συμβαίνει;»
Ρωτάει η μάνα μου μόλις φτάνει κοντά μας.
«Νόρα, συγχώρεσε με»
Τον ακούω να ψιθυρίζει, έχοντας κλειστά τα μάτια του. Τα φρύδια μου σμίγουν.
«γιατί μου ζητάς συγγνώμη;»
«δεν σου φέρθηκα σωστά. Σε πρόδωσα. Εξαιτίας μου... εξαιτίας μου...»
Εκείνη την στιγμή, ακούγονται σειρήνες να πλησιάζουν. Τι θέλει η αστυνομία τέτοια ώρα; Το βλέμμα μου χαμηλώνει ξανά στην ματωμένη του μπλούζα. Κάτι άσχημο συνέβη.
«Ματέο, τι έκανες;»
Ρωτάω κάπως πιο έντονα αυτήν τη φορά.
«εγώ φταίω που κάηκε το σπίτι σου, εγώ φταίω που χώρισες με τον Κωνσταντίνο, εγώ φταίω για τον θάνατο της γιαγιάς σου. Εγώ, για όλα εγώ!»
Μουγκρίζει, και παρακολουθώ κάποια δάκρυα να κυλούν από τα κλειστά του μάτια. Τι λέει; πως γίνεται να φταίει αυτός;
«Ματέο, δεν είσαι καλά, δεν ξέρεις τι λες»
«όχι, εγώ φταίω Νόρα. Εγώ φταίω για όλα. Κάποτε ορκίστηκα να είμαι κοντά σου για πάντα, αλλά το μόνο που κατάφερα... είναι να σου καταστρέψω την ζωή»
Ένα δυνατό χτύπημα ακούγεται από την πόρτα.
«Νόρα, είσαι μέσα;»
Η φωνή του Κωνσταντίνου. Το βλέμμα μου επιστρέφει ξανά στο πρόσωπο του Ματέο.
«σίγουρα έφερε και την αστυνομία μαζί του»
Λέει, κάνοντας μια προσπάθεια για να σηκωθεί από το πάτωμα. Η πόρτα ξανά χτυπά, πιο έντονα αυτήν τη φορά.
«Νόρα, είσαι καλά; Νόρα!»
«άνοιξε του»
Με διατάζει χαμηλόφωνα ο Ματέο. Τον ατενίζω με έκπληξη.
«τι έχεις κάνει;»
Ψελλίζω, προσπαθώντας να επεξεργαστώ όλες τις πληροφορίες που μου έχει δώσει. Ένα μικρό χαμόγελο παλεύει να φανεί στο πρόσωπο του.
«ελπίζω κάποια μέρα να με συγχωρέσεις»
Λέει και μετά βαδίζει προς την είσοδο για να ανοίξει την πόρτα. Ένας ανήσυχος Κωνσταντίνος εμφανίζεται στην είσοδο.
«τι της έκανες ρε κάθαρμα; την άγγιξες; λέγε!»
Φωνάζει καθώς τον αρπάζει από την μπλούζα. Δύο αστυνομικοί εμφανίζονται πίσω από τον Κωνσταντίνο.
«κύριε Μεγαπάνε, αφήστε τον σε εμάς»
Λέει και περνάνε τις χειροπέδες στους καρπούς του Ματέο. Η καρδιά μου ραγίζει μπροστά σε αυτήν την εικόνα. Ο παιδικός μου φίλος, ο άνθρωπος που νόμιζα ότι μπορούσα να στηριχτώ επάνω του, τελικά αποδείχτηκε ο μεγαλύτερος ψεύτης. Ο Κωνσταντίνος έρχεται γρήγορα κοντά μου, για να με τραβήξει στην αγκαλιά του.
«ηρέμησε, αγάπη μου. Ηρέμησε, τελείωσε τώρα»
Ψιθυρίζει πάνω στα μαλλιά μου. Τα χέρια μου γατζώνονται στα μπράτσα του, καθώς νιώθω τα πρώτα δάκρυα να τσούζουν τα μάτια μου.

Η λεωφόρος των ονείρωνΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα