Η αγάπη μας σκοτώνει

324 38 7
                                    

Κωνσταντίνος POV

Το ίδιο βράδυ βράδυ, βρίσκομαι καθισμένος στον κήπο του σπιτιού. Ένας παράξενος κόμπος άγχους έχει δεθεί στο στομάχι μου. Κοιτάζω για χιλιοστή φορά τα μηνύματα στο κινητό μου. Έχουν περάσει δέκα λεπτά και εκείνη δεν μου έχει απαντήσει ακόμη. Μήπως να επιχειρήσω να της τηλεφωνήσω; Ναι, αυτό πρέπει να κάνω. Αλλά... αν έχει δουλειά; ίσως την ενοχλήσω χωρίς λόγο. Γαμώτο, πρέπει να σιγουρευτώ ότι είναι καλά. Πατάω τον αριθμό της και μετά τοποθετώ το ακουστικό στο αυτί μου.
«ο συνδρομητής που καλέσατε, δεν είναι διαθέσιμος. Η κλήση σ-»
Κλείνω το τηλέφωνο. Μετά από αυτό... ο κόμπος έχει γίνει πιο σφιχτός. Κάτι της έχει συμβεί, είμαι σίγουρος. Αμέσως σηκώνομαι από την θέση μου.
«που πας αγόρι μου;»
Η φωνή της Ελένης δεν με σταματά, για την ακρίβεια τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει αυτή την στιγμή. Πηγαίνω με γρήγορα βήματα προς το γκαράζ του σπιτιού. Εκεί βρίσκω τον Μάξιμο να βγάζει ένα κόκκινο μπετόνι από το πορτ παγκαζ του αμαξιού.
«καλησπέρα, κύριε»
Λέει, ατενίζοντας με κάπως περίεργα.
«δώσε μου τα κλειδιά»
«γιατί;»
Τι ερώτηση είναι τώρα αυτή;
«λογαριασμό θα σου δώσω; φέρε μου τα κλειδιά!»
Το απαιτώ αυτή την φορά. Τον παρακολουθώ να τα βγάζει αργά από την τσέπη του παντελονιού του. Έχει όρεξη να τις φάει μου φαίνεται.
«έλα ρε γαμώτο μου»
Γρυλίζω καθώς τα αρπάζω από το χέρι του.
«κύριε, μήπως θέλετε να σας πάω εγώ κάπου;»
«όχι»
Πετάω κοφτά και μετά μπαίνω στην θέση του οδηγού. Μέσα σε λίγα λεπτά, έχω ήδη βγει στον δρόμο. Ελπίζω να κάνω λάθος, ελπίζω να είναι καλά, και αυτή και η οικογένεια της. Οδηγώ γρήγορα, με το πόδι μου να βρίσκεται συνεχώς στο γκάζι. Κάνε να είναι καλά, κάνε να μην έχει πάθει τίποτα, σε ικετεύω! Μετά από μερικά λεπτά, βρίσκομαι στην γειτονιά της. Προς έκπληξη μου βλέπω το όχημα της πυροσβεστικής να βρίσκεται έξω από το σπίτι της.
«όχι»
Ψελλίζω έντρομος καθώς βγαίνω σβέλτα από το αυτοκίνητο.
«τι έγινε εδώ;»
Ρωτάω έναν από τους πυροσβέστες.
«πήρανε φωτιά»
Λέει, δείχνοντας με το πιγούνι του το σπίτι της Νόρας. Γαμώτο, έχει γίνει ερείπιο πλέον.
«μάλλον κάποιος προκάλεσε την φωτιά»
«που βρίσκονται τα άτομα αυτού του σπιτιού;»
Ρωτάω, προσπαθώντας να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Ο πυροσβέστης στρέφει το βλέμμα του επάνω μου.
«στο νοσοκομείο»
Απαντάει. Τότε είναι που χάνω το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Αμέσως επιστρέφω στο αυτοκίνητο μου. Προσπαθώ να βάλω μπροστά, αλλά δεν μπορώ. Τα πόδια μου έχουν γίνει σαν ζελέ, και τα χέρια μου τρέμουν. Αν έχει πάθει κάτι ή Νόρα.... αν.... γαμώτο, δεν μπορώ να αντέξω ακόμα και στην σκέψη ότι της συνέβη κάτι κακό. Παίρνω μερικές βαθιές ανάσες, πριν τελικά καταφέρω να βάλω μπροστά. Σε μισή ώρα, βρίσκομαι στο νοσοκομείο. Με γρήγορα βήματα, πλησιάζω μια νοσηλεύτρια.
«συγγνώμη, μήπως έχετε κάποια ασθενή με το όνομα: Νόρα Γκέλια;»
«όχι Νόρα, Αρσέλα»
Η απάντηση της με μπερδεύει.
«σε ποιον όροφο βρίσκεται;»
«στον δεύτερο, στην εντατική»
Η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο της. Κάνε να είναι καλά, σε παρακαλώ! Αμέσως τρέχω προς την σκάλα, ανεβαίνοντας δύο δύο τα σκαλιά, ώσπου επιτέλους φτάνω στον προορισμό μου. Μόλις την βλέπω να στέκεται στον διάδρομο, ένα κύμα ανακούφισης κατακλύζει την καρδιά μου. Ευτυχώς, είναι καλά! είναι καλά!
«Νόρα»
Αναφωνώ καθώς τρέχω προς το μέρος της. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, την έχω κλείσει στην αγκαλιά μου.
«Νόρα μου, ευτυχώς είσαι καλά»
Ψελλίζω πάνω στα μαλλιά της. Θεέ μου, όλο μου το σώμα τρέμει από την ένταση. Παίρνω το πρόσωπο της στα χέρια μου, για να την εξετάσω.
«μου κόπηκε το αίμα μέχρι να φτάσω εδώ»
Λέω, αλλά εκείνη φαίνεται παγερά ανέκφραστη. Εκπλήσσομαι από την στάση της.
«γιατί ήρθες;»
Ρωτάει σιγανά, σαν να μιλά σε κάποιον ξένο. Δεν καταλαβαίνω.
«ήθελα να σιγουρευτώ πως όλα είναι καλά»
«ωραία, τώρα μπορείς να φύγεις»
Πετάει, σφίγγοντας με θυμό τα δόντια της. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«τι έπαθες;»
«ρωτάς τι έπαθα; Απόψε κάηκε το σπίτι μου Κωνσταντίνε, και η γιαγιά μου βρίσκεται μέσα στην εντατική και χαροπαλεύει για να κρατηθεί στη ζωή!»
Οι φωνές της ακούγονται σε όλο τον διάδρομο. Μένω παγωμένος, να την ατενίζω σαν ανόητος. Γιατί αυτό νιώθω, ανόητος.
«δεν γνώριζα...»
Μουρμουρίζω, χαμηλώνοντας από ντροπή το βλέμμα μου στο πάτωμα.
«εξαιτίας μας έγινε αυτό, εξαιτίας αυτής της ηλίθιας αγάπης!»
Πετάει ξαφνικά, φτύνοντας τις λέξεις. Το βλέμμα μου υψώνεται απότομα στο πρόσωπο της.
«τι είπες;»
«με άκουσες. Αυτή η αγάπη θα καταστρέψει τα πάντα, είναι επικίνδυνη!»
Πάλι αυτή η λέξη ανάμεσα μας. Περνάω το χέρι από τα μαλλιά μου, αφήνοντας παράλληλα μια ανάσα κούρασης.
«Νόρα, καταλαβαίνω ότι βρίσκεσαι σε σύγχυση αυτή την στιγμή-»
«κάποιος προκάλεσε την φωτιά, Κωνσταντίνε!»
Πετάει το ίδιο φωναχτά με πριν. Την κοιτάζω μέσα στα μάτια και το μόνο που μπορώ να διακρίνω... είναι ο πόνος, η θλίψη, ο θυμός. Τόσα πολλά ανάμεικτα συναισθήματα. Θεέ μου, γιατί έγινε αυτό; γιατί;
«Νόρα, σε παρακαλώ-»
«φύγε. Εξαφανίσου από την ζωή μου, φύγε»
Σχεδόν το απαιτεί.
«Νόρα-»
«ακόμα εδώ είσαι; φύγε ρε γαμώτο μου, δεν με άκουσες; φύγε!»
«φίλε, καλύτερα να πηγαίνεις»
Πετάει ξαφνικά ο Ματέο, τον οποίο δεν είχα προσέξει πιο πριν. Τον αγριοκοιτάζω. Με ποιο δικαίωμα ανακατεύεται στα προσωπικά μας πάλι; Κάνω ένα απειλητικό βήμα κοντά του, έτοιμος να τον αντιμετωπίσω. Όμως κάτι μέσα μου με κρατάει πίσω, και αυτό είναι η σκέψη της Νόρας. Κλείνω στιγμιαία τα μάτια, αφήνοντας παράλληλα μια ανάσα απογοήτευσης. Δεν μπορώ να προκαλέσω σκηνή τώρα, δεν είναι σωστό, αρκετά τραβάει εξαιτίας μου. Το βλέμμα μου επιστρέφει αποφασιστικά στο πρόσωπο της.
«σου υπόσχομαι ότι θα τον βρω»
Λέω σιγανά, δίνοντας της τον δικό μου όρκο. Έπειτα κάνω μεταβολή για να διασχίσω γρήγορα τον διάδρομο. Κάποιος έβαλε αυτή την φωτιά, κάποιος που ήθελε να την φοβίσει. Ξαφνικά, έρχεται στο μυαλό μου η εικόνα του Μάξιμου με εκείνο το μπετόνι. Κοντοστέκομαι για λίγο. Άρα τη φωτιά την έβαλε κάποιος γνωστός, δικός μου γνωστός. Ο θυμός χτυπάει κόκκινο μέσα μου. Γαμώτο, θα τον λιώσω!

Η λεωφόρος των ονείρωνWhere stories live. Discover now