Κράτα το στόμα σου κλειστό

359 38 19
                                    


Ματέο POV

Βρίσκομαι σε μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη, μακριά από τα φώτα της πόλης. Βλέπω το αυτοκίνητο του να έρχεται με μεγάλη ταχύτητα κοντά μου. Τώρα θα ξεκαθαρίσει το πράγμα.
«τι θέλεις πάλι ρε γαμώτο μου;»
Πετάει οξύθυμα μόλις βγαίνει από το αμάξι. Κάνω μερικά βήματα για να τον πλησιάσω.
«δεν αντέχω άλλο έτσι, δεν γίνεται να συνεχίσω!»
«μετά από τόση προσπάθεια, καταφέραμε να τους χωρίσουμε, τι παθαίνεις τώρα;»
Γρυλίζει, κοιτάζοντας με απειλητικά. Σφίγγω τις γροθιές μου.
«νιώθω τύψεις ρε, το καταλαβαίνεις; εξαιτίας μου πέθανε ένας δικός της, σκότωσα άνθρωπο γαμώτο, το καταλαβαίνεις!»
Φωνάζω, νιώθοντας εκτός ορίων πια.
«οι επιλογές που κάνουμε στην ζωή μας, έχουν και το ανάλογο κόστος»
Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά μέσα στο στήθος μου. Το μυαλό μου είναι μια καταιγίδα, ο θυμός κοχλάζει μέσα στις φλέβες μου.
«αυτό που της έκανα... δεν θα το συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου»
«δεν χρειάζεται να το μάθει ρε γαμώτο!»
Πετάει φωναχτά, ανεμίζοντας με αγανάκτηση τα χέρια του. Χωρίς να το ελέγξω, ορμάω επάνω του.
«εσύ φταις ρε μπάσταρδε! Εσύ και εκείνος ο μαλακισμένος ο Κωνσταντίνος»
Αν δεν την είχε πλησιάσει, τίποτα από όλα αυτά δεν θα συνέβαινε. Ο Μάξιμος προσπαθεί να αμυνθεί, κρατώντας τους καρπούς μου μακριά του.
«εσύ επέλεξες αυτόν τον δρόμο, Ματέο!»
Τον σπρώχνω μακριά μου, αφήνοντας παράλληλα μια δυνατή κραυγή. Κοιτάζω ψηλά, νιώθοντας τις πρώτες σταγόνες της βροχής να πέφτουν στο πρόσωπο μου. Δεν μου έμεινε τίποτα άλλο πια. Πρόδωσα έναν δικό μου άνθρωπο. Η Νόρα για μένα ήταν κολλητή, αδερφή, και ο έρωτας που δεν θα μπορέσω να κατακτήσω ποτέ. Τα έκανα όλα θάλασσα. Χαμηλώνω το βλέμμα μου στο πρόσωπο του.
«θα της τα πω όλα, και μετά... θα παραδοθώ»
Του ανακοινώνω με ήπιο τόνο αυτή την φορά. Τα μάτια του γουρλώνουν από το σοκ.
«αυτό ούτε να το σκέφτεσαι, με ακούς;»
Γρυλίζει καθώς με αρπάζει σφιχτά από το πιγούνι.
«τι θέλεις ρε κωλόπαιδο, ε; να μας κάψεις όλους;»
Τον κοιτάζω σχεδόν απαθής, χωρίς να συνειδητοποιώ τον κίνδυνο της κατάστασης.
«όπως ακριβώς έκαψα και το σπίτι της Νόρας»
Απαντάω σιγανά, πριν κάνω ένα βήμα πίσω και ξεφύγω από την λαβή του. Είμαι αποφασισμένος. Δεν πρόκειται να δειλιάσω, γιατί για μία φορά στη ζωή μου, επέλεξα να κάνω το σωστό.
«πολύ καλά, αφού το θέλεις έτσι»
Λέει και μετά τον βλέπω να εμφανίζει ένα περίστροφο μέσα από το σακάκι του.
«θα γίνει έτσι»
Προσθέτει, σημαδεύοντας με. Σαστίζω.
«τι κάνεις τώρα;»
«ξέρεις κάτι Ματέο, νόμιζα ότι εμείς οι δύο θα μπορέσουμε να γίνουμε καλή ομάδα»
Λέει, κάνοντας ένα βήμα κοντά μου. Γαμώτο, θα με σκοτώσει; Σε μια στιγμή τρέλας, ορμάω κατά πάνω του, αρπάζοντας το χέρι του.
«δεν θα σου το κάνω τόσο εύκολο»
Μουγκρίζω. Εκείνος με ατενίζει με, δείχνοντας θολωμένος από έναν αδάμαστο θυμό.
«άφησε με ρε γαμώτο!»
Φωνάζει καθώς καταφέρνω να λυγίσω το χέρι του. Την επόμενη στιγμή, ακούγεται ένας εκκωφαντικός θόρυβος, σημάδι ότι κάποιος πάτησε την σκανδάλη.

Κωνσταντίνος POV

Περπατάμε στην γειτονιά της, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Την κοιτάζω και δεν μπορώ να την χορτάσω. Σκέφτομαι ότι θα πρέπει να μείνω μακριά της για λίγο καιρό, για να μπορέσω να την κρατήσω ασφαλή από όλη αυτή την παράνοια, αλλά και μόνο η σκέψη με σκοτώνει. Την τραβάωα απότομα στην αγκαλιά μου, εισπράττωντας ένα επιφώνημα έκπληξης από τα χείλη της. Τα βλέμματα μας συναντώνται ξανά. Δεν ξέρω αν είμαι τελικά αρκετά δυνατός για να το κάνω αυτό.
«τι συμβαίνει;»
Με ρωτάει, αν και νομίζω ότι με έχει καταλάβει ήδη. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«θέλω να προσέχεις πολύ»
Απαντάω σιγανά, περνώντας μερικές τούφες πίσω από τα αυτιά της. Ένα δειλό χαμόγελο παλεύει να φανεί στο πρόσωπο της.
«και εσύ θέλω να προσέχεις»
Αποκρίνεται σιγανά. Ακουμπάω το μέτωπο μου στο δικό της, κλείνοντας παράλληλα τα μάτια μου. Ξαφνικά, ακούγονται σειρήνες να πλησιάζουν γρήγορα. Ισιώνω το σώμα μου, ατενίζοντας τον δρόμο.
«περιπολικά είναι αυτά;»
Ακούω την Νόρα να μουρμουρίζει.
«λες να έγινε κάτι σοβαρό;»
Συνεχίζει να ρωτά. Χαμηλώνω το βλέμμα μου στο δικό της.
«δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει, αλλά εσύ δεν χρειάζεται να φοβάσαι»
Λέω, με τα χέρια μου να αγκαλιάζουν το πρόσωπο της. Ξαφνικά, ακούγεται το τηλέφωνο μου. Ένα κύμα άγχους με καταβάλει. Δεν είναι για καλό αυτό το τηλεφώνημα, το νιώθω. Βγάζω την συσκευή από την τσέπη μου για να απαντήσω.
«ναι»
«Κωνσταντίνε, που είσαι;»
Ο πατέρας μου ακούγεται πολύ ανήσυχος από την άλλη γραμμή.
«έξω»
«έλα γρήγορα στο σπίτι, τώρα!»
Το απαιτεί. Κατσουφιάζω.
«γιατί; τι έγινε;»
Ρωτάω, νιώθοντας ξαφνικά ένα δυνατό σφίξιμο στο στήθος μου. Τον ακούω να ανασαίνει βαθιά.
«σκοτώθηκε ο Μάξιμος»
Σαστίζω μόλις ακούω την ανακοίνωση του.
«έλα γρήγορα στο σπίτι»
Προσθέτει και μετά η γραμμή νεκρώνεται. Το βλέμμα μου επιστρέφει στο πρόσωπο της.
«τι έγινε;»
Με ρωτάει, φανερά φοβισμένη από το ύφος μου. Πως στο καλό σκοτώθηκε; λες να του επιτέθηκε κάποιος; η πρόκειται για κάποιο ατύχημα; Πρέπει να μάθω
«τίποτα, φεύγω»
Λέω και της δίνω ένα σύντομο φιλί στα χείλη.
«να προσέχεις, και να περιμένεις τηλεφώνημα μου, εντάξει;»
Λέω, κοιτάζοντας την έντονα μέσα στα μάτια.
«εντάξει»
Μουρμουρίζει, φανερά μπερδεμένη. Της δίνω άλλο ένα φιλί, πιο δυνατό αυτήν τη φορά.
«σ' αγαπάω»
Ψελλίζω με κομμένη την ανάσα και μετά φεύγω τρέχοντας από κοντά της. Πρέπει να ανακαλύψω τι έχει συμβεί με τον Μάξιμο.

Λοιπόν, σας ανακοινώνω ότι τα κεφάλαια θα καθυστερούν λίγο από εδώ και πέρα για να ανέβουν, λόγο του ότι χρειάζονται μερικές διορθώσεις :)

Η λεωφόρος των ονείρωνWhere stories live. Discover now