Κεφάλαιο 4

10.2K 829 49
                                    

(*Έκανα μια αλλαγή στο όνομα του πρωταγωνιστή από Νίκο σε Ιάσονα*)

Κοιτούσα το χέρι μου, χαιδεύοντας με τα δάκτυλα την παλάμη μου. 

"Το χέρι μου, στο χέρι του... πόσο μικρό φαινόταν σε σχέση με το δικό του. Και τον κρατούσα σφικτά. Χαζή Ελπίδα, γιατί τον άρπαξες και έτρεξες, γιατί δεν τον άφησες να τον γιουχάρουν οι γείτονες;" μονολογούσα. "Από την άλλη, ήταν τόσο ζεστό, για κάποιον τόσο κρύο να έχει τόσο ζεστά χέρ-" 

"Δεσποινίς φτάσαμε στο τέρμα, θα κατεβείτε;" ο οδηγός του λεωφορείου διέκοψε τις σκέψεις μου. 

Αμέσως σηκώθηκα από τη θέση μου και κατέβηκα από το λεωφορείο ντροπιασμένη, τόση ώρα σκεφτόμουν κάποιον που δεν θα πρέπε. 
Όσο περίμενα το επόμενο λεωφορείο, έστρωσα τα ρούχα μου, πήρα μα βαθιά ανάσα και άνοιξα με δύναμη την εφημερίδα με τις μικρές αγγελίες. Δύο μέρες άνεργη και αυτή η κοιλιά δεν θα γεμίσει από μόνη της. 

"Πάμε Ελπίδα, το 'χεις Ελπίδα! Με αυτοπεποίθηση." εμψύχωσα τον εαυτό μου. 

"Δυστυχώς δεν μπορούμε να σας προσλάβουμε."

"Είμαστε πλήρεις, όταν χρειαστούμε προσωπικό θα σας ενημερώσουμε." 
"Εσείς δεν είστε η κοπέλα από το οικονομικό σκάνδαλο;"

"Πριν λίγο καλύφθηκε η θέση, σας ευχαριστούμε που ήρθατε."

"Άστο Ελπίδα, δεν το χεις!" κλαψούριζα καθώς επέστρεφα από την έβδομη συνέντευξη που με απέρριψαν. Πόσα λέτε να μου δώσουν αν πουλήσω το ένα μου νεφρό; 

Είχα πάρει απόφαση να επιστρέψω στο σπίτι μου. Στο ένα μου χέρι κρατούσα μια σακούλα με σοκολάτες, πατατάκια, μια οικογενειακή συσκευασία παγωτού και ένα κουτί χαρτομάντηλα για να πνίξω τον πόνο μου.

Λίγα μέτρα μπροστά μου, μια ηλικιωμένη γυναίκα έβαλε μια λευκή πινακίδα πάνω στην πεντακάθαρη τζαμαρία του μίνι μάρκετ. 
Εκείνη τη στιγμή, κλείδωσα τον στόχο, εντόπισα το θήραμα και όρμησα πάνω του. 

"Γεια σας, καλημέρα, τι κάνετε, πως είστε, τι ωραίο μαγαζί έχετε, είδα ότι ψάχνετε υπάλληλο, εγώ! Εγω! Είμαι η κατάλληλη, εργατική, επίμονη, και πολύ σύντομα νηστική! Σας παρακαλώ έχω ανάγκη τη θέση!" είχα ξεκινήσει το παραλήρημα έξω από το μαγαζί με τη γιαγιά να με κοιτάει έκπληκτη. 
"Σας παρακαλώ!" την παρακάλεσα απελπισμένη. 

Η γιαγιά με μου χαμογέλασε και κατέβασε τη πινακίδα από τη τζαμαρία, μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω μέσα στο μαγαζί. 

Μ' αγαπάς; Σε μισώ.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα