Κεφάλαιο 23

8.7K 686 29
                                    


Ένα εκτυφλωτικό φως γέμισε το άδειο από πελάτες μαγαζί. Το μήλο που έτρωγα έπεσε από τα χέρια μου και κοίταξα με ανοιχτό το στόμα προς το φως. 
Εξωγήινοι; 
Ο Ιάσονας σταμάτησε να στοιβάζει το εμπόρευμα και έστρεψε την προσοχή του προς τα εκεί. 
Ξαφνικά ένας άντρας κάνει την είσοδο του στο μαγαζί. Στο χέρι του κρατούσε σφιχτά το χακί καπέλο του, ασορτί με αυτό ήταν η χακί στολή του, η οποία ήταν από πάνω μέχρι κάτω με παράσημα και μετάλλια. Περπάτημα αυστηρό, πειθαρχημένο, φρεσκοξυρισμένος και περιποιημένος ο στρατηγός Λυκούργος Αγαθιώτης ήρθε για να ταράξει τα ήσυχα νερά της κυρίας Ουρανίας. Εκείνη έλυνε σταυρόλεξα στο ταμείο χωρίς να πάρει είδηση την άφιξη του ελληνικού στρατού. Ίσως αν έμπαινε με τανκς να έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρη.

"Ουρανία;" είπε ο Λυκούργος πλησιάζοντας την. Ο τόνος της φωνής του, βέβαια, ήταν σαν να καλούσε φαντάρο σε σκοπιά. 
Η κυρία Ουρανία πετάχτηκε όρθια έτοιμη να βαρέσει προσοχή, είδατε δίκιο είχα. 

"Λυκούργε;" κατάφερε να πει πριν πέσει μισολιπόθυμη στη καρέκλα του ταμείου. 

Αμέσως, έτρεξα κοντά της να την συνεφέρω, ενώ ο Ιάσονας έκοβε βόλτες σαν το κοράκι γύρω από τον στρατηγό κοιτάζοντας τον από πάνω μέχρι κάτω. 

"Είστε γνωστός της Ουρανίας;" τον ρώτησε ο Ιάσονας. 
"Φίλος της από τα παλιά." 
"Αν κρίνω από την αντίδραση της, μάλλον η γνωριμίας κρατάει από την εποχή των παγετώνων." απάντησα όσο έκανα αέρα στην κυρία Ουρανία. 
Εκείνη τη στιγμή, μπήκε στο μαγαζί ο Άκης, οποίος είχε να πάει κάτι παραγγελίες. Η πρώτη εικόνα που είδε ήταν εμένα να κάνω αέρα στην κυρία Ουρανία λες και βρισκόταν σε καμιά αιώρα στη Χαβάη, τον Ιάσονα να κοιτάει τον στρατηγό σαν το αρπακτικό και ο Λυκούργος να στέκεται στο μαγαζί λες και θα μας κάνουν επίθεση οι γερμανοί. 

"Τι έγινε;" έτρεξε έντρομος κοντά της να την συνεφέρει. 
"Ήρθε ο κύριος, τον είδε, έπεσε ξερή." απάντησε ο Ιάσονας χωρίς ίχνος ευαισθησίας. Τον αγριοκοίταξα αλλά δεν προβληματίστηκε ιδιαιτέρως. 
Η κυρία Ουρανία είχε αρχίσει να παίρνει τα πάνω της, ο Λυκούργος κορδώθηκε ακόμα περισσότερο.

"Ουρανία, δεν ήθελα να σε ταράξω."
"Μην λες ανοησίες, απλώς μου ήρθε απότομη η επίσκεψη σου."
"Αν αισθάνεσαι καλύτερα, θα μπορούσα να σε απασχολήσω για λίγο;"
"Πάμε έξω, Λυκούργε,  να μιλήσουμε με την ησυχία μας." Οι δυο τους βγήκαν έξω από το μαγαζί και κάθισαν απόμερα από τα αδιάκριτα βλέμματα.
"Λυκούργος;" αναρωτήθηκε ο Άκης. 
"Τον ξέρεις;" ρώτησε. 
"Πριν παντρευτεί τον πατέρα μου είχε ένα φλερτ με κάποιον που τον έλεγαν Λυκούργο." 

Κοιταχτήκαμε για μερικά δευτερόλεπτα μεταξύ μας και τρέξαμε να στήσουμε αυτί στο ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής. 
Εγώ πήρα ένα καφάσι με μελιτζάνες για καμουφλάζ και πλησιάσαμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε. 

"Δεν άλλαξες καθόλου." 
"Πέρασαν τόσα χρόνια, γέμισα ρυτίδες, γέρασα." του είπε. 
"Στα μάτια μου θα είσαι πάντα εκείνο το κορίτσι που γνώρισα στην Κέρκυρα."
"Άλλες εποχές τότε." απάντησε σχεδόν μελαγχολικά. 
"Ποτέ δεν σταμάτησα να σε σκέφτομαι Ουρανία μου." Ο Λυκούργος της έπιασε το χέρι με μεγάλη ευγένεια και τρυφερότητα. Πέρασε στην επίθεση ο στρατηγός καλυφθείτε, επαναλαμβάνω, καλυφθείτε όβερ. 
"Είμαι χήρος τόσα χρόνια, το ίδιο και εσύ..." 
"Μην συνεχίζεις Λυκούργε, τώρα πια είναι αργά. Μεγαλώσαμε, έχω και έναν γιο..." 
Γύρισα και κοίταξα τον Άκη, ο οποίος είχε χλωμιάσει και παρακολουθούσε με γουρλωμένα μάτια. 
"Καλά σας λέει κύριε μου, έχει γιο." Ο Άκης όρμησε προς το μέρος τους έξαλλος. 
"Άκη..." προσπάθησε να τον ηρεμήσει η κυρία Ουρανία.
"Σας παρακαλώ πηγαίνετε και μην ενοχλήσετε ξανά την μητέρα μου. Η μητέρα μου είχε άντρα, τον πατέρα μου. Δεν χρειάζεται άλλον." 
Ο Λυκούργος έβαλε το καπέλο του, χαιρέτησε την Ουρανία και πριν φύγει της έδωσε ένα χαρτί με το όνομα και την διεύθυνση του σε περίπτωση που ήθελε να επικοινωνήσει μαζί του. Η κυρία Ουρανία φύλαξε το χαρτάκι στον κόρφο της σαν να είναι φυλακτό. 
"Τις δικές μου τις υποθέσεις τις τακτοποιώ μόνη μου." απευθύνθηκε στον Άκη.
"Δεν θέλω να τον ξανά δεις."
Εκείνη γέλασε και μπήκε στο μαγαζί. 
"Ακούς εκεί να μας κάνει κουμάντο ο γιος μας. Ο κόσμος τρελάθηκε!" 

Εγώ είχα κάτσει με το καφάσι με τις μελιτζάνες στα χέρια να προσπαθώ να συνδέω τα επεισόδια που έπαιζαν μπροστά μου.

"Τελείωσες με την παρακολούθηση;" άκουσα την φωνή του Ιάσονα από πίσω μου. "Έχουμε δουλειές να κάνουμε." 
Έβαλε το χέρι του στη μέση μου και με γύρισε για να τον κοιτάξω. "Αυτό θα το πάρω εγώ." Έσκυψε μπροστά μου και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί... στη μύτη. Ναι καλά διαβάσατε στη μύτη. Ένιωσα σαν τρίχρονο που το φιλάει η μαμά του επειδή έμαθε να κάνει πιπί του στη τουαλέτα και όχι πλέον στο γιογιό.
Πήρε το καφάσι από τα χέρια μου και μπήκε και αυτός στο μαγαζί. Ο μόνος που δεν επέστρεψε στο μαγαζί ήταν ο Άκης, οποίος έκοβε βόλτες στο πεζοδρόμιο κλωτσώντας μέχρι και τον αέρα. 

Κανονικά τώρα θα έπρεπε να θυμώσω με την μεγάλη οικειότητα που ανέπτυξε με εμένα αλλά δεν με έπιασε απροετοίμαστη, καταλάβατε δεν είχα έτοιμη βρισιά. Γι' αυτό. 

"Λοιπόν..." είπα στην κυρία Ουρανία αφού έκανα κανονική εγκατάσταση στο ταμείο, κόντεψα να κάτσω πάνω να μου κολλήσει τιμή στο γλουτό. 
"Πως γνωριστήκατε;" στήριξα το κεφάλι  στα χέρια μου και περίμενα να ακούσω την ιστορία τους σαν το κουτάβι. 
"Τώρα δουλεύουμε." προσπάθησε να αλλάξει θέμα. 
"Δεν έχουμε πελάτες." 
Ξεφύσηξε δήθεν θυμωμένη, βολεύτηκε στη θέση της, έπιασε το περιοδικό με τα σταυρόλεξα, φόρεσε τα γυαλιά της και με κοίταξε με την άκρη του ματιού της για να σιγουρευτεί ότι έχει την αμέριστη προσοχή μου. 
"Γνωριστήκαμε στην Κέρκυρα όταν εγώ ήμουν δεκαεπτά χρονών, ήμουν κόρη ράφτη, δεν ήμασταν πλούσιοι αλλά ούτε πεινούσαμε κιόλας. Εκείνος ήταν εικοσιτριών χρονών, μόλις είχε μπει στο στρατό μετά από παρότρυνση των γονιών του, καθώς ήταν πάμφτωχοι. Το είδα μια μέρα στο μαγαζί του πατέρα μου που είχε έρθει να επιδιορθώσει τη στολή του. Με το που κοιταχτήκαμε ξέραμε ότι ήμασταν ο ένας για τον άλλον. Βρισκόμασταν κρυφά τα βράδια σε απόμερες παραλίες και ζούσαμε τον έρωτας μας. Η διακριτικότητα όμως δεν ήταν ένα από τα προτερήματα μας. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου έγινε πυρ και μανία. "Αυτόν θα πάρεις; Που δεν έχει στον ήλιο μοίρα;" Το επόμενο χρόνο παντρεύτηκα από προξενιό έναν καλό άνθρωπο -δεν έχω παράπονο έζησα καλά δίπλα του- έκανα τον γιο μου και εκείνος πήρε μετάθεση για τον Έβρο. Έτυχε να τον δω στο σταθμό των τρένων, εγώ γύριζα από μια δουλειά και εκείνος έφευγε για άγνωστη κατεύθυνση. Μόνο βλέμματα ανταλλάξαμε εκείνη τη μέρα, τίποτα άλλο. Αλλά και οι δύο ξέραμε... Κλαις;"

Μ' αγαπάς; Σε μισώ.Where stories live. Discover now