Κεφάλαιο 8

10K 817 42
                                    

Η φωνή του αντιχούσε στα αυτιά μου ξανά και ξανά. Μια φωνή που είχα να ακούσω 3 χρόνια, είχε το θράσος τώρα να συλλαβίζει το όνομα μου. Το τρενάκι του πανικού και του κρύου ιδρώτα έκοβε βόλτες σε όλο το σώμα μου. 

Άναρθρες λέξεις έβγαιναν από το στόμα μου, πως βρήκε τον αριθμό μου;  Το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος, αστραπιαία έκλεισα το τηλέφωνο και το πέταξα πάνω στο καναπέ. 

Προσπαθείς τόσο καιρό να βάζεις τη ζωή σου σε μια τάξη, να διώξεις το παρελθόν από πάνω σου, να το κλειδώσεις σε ένα κουτί και να πετάξεις το κλειδί σε κάποια άγνωστη τοποθεσία... Και εκείνο το άτιμο, πάντα βρίσκει χαραμάδα να ξεγλιστράει, να μπαίνει από το παράθυρο του σπιτιού σου και να στα κάνει όλα άνω κάτω. 
Και εγώ; Εγώ η δειλή φεύγω, το αποφεύγω σαν να μην ήταν κομμάτι μου, σαν να μην το έζησα εγώ.

Πήρα το μπουφάν μου και πέρασα τη τσάντα στον ώμο μου.

"Χρειάζομαι ένα πότο. Και άμεσα." μονολόγησα. 
'Ανοιξα τη πόρτα του σπιτιού μου και είδα τον Ιάσονα να ανεβαίνει τα σκαλιά μου. 

"Δεν έχω όρεξη." είπα πριν προλάβει να μιλήσει. Τον προσπέρασα και βγήκα μόνη από την πολυκατοικία φορώντας παράλληλα το μπουφάν μου. 

Κατέληξα σε ένα μπαρ κοντά στο σπίτι, η λαχτάρα μου να πνίξω ότι με βασάνιζε δεν με άφηνε να απομακρυνθώ πολύ. Σκοτεινοί δρόμοι και στενά, σε κάποια από αυτά είχα περπατήσει τις πρωινές ώρες, τώρα μου φαίνονταν εντελώς διαφορετικά κάτω από το λιγοστό φως που έβγαινε από τις λάμπες του δρόμου. 

"Δώσε μου ό,τι πιο δυνατό έχει το μαγαζί." είπα στο μπάρμαν και έκατσα στο άβολο σκαμπό. Άλλο και τούτο πάλι, για να κάτσεις σε σκαμπό σε μπαρ θα πρέπει να έχεις κάνει πρώτα μαθήματα αναρρήχησης. Μαζί με το ποτό να ζητήσω και ένα παυσίπονο για την ζαλάδα από το υψόμετρο. 

Από το πρώτο ποτήρι είχα αρχίσει να τα βλέπω διπλά. Διπλά σκαμπό, διπλό μπαρμπαν, διπλές σκάλες και παράθυρα...

"Ήρεμα με το ουίσκι θα μεθύσεις." άκουσα μια φωνή από δίπλα μου. 

"Μπάρμαν μην μου ξαναφέρεις από αυτό, τώρα βλέπω δύο Ιάσονες. Έχεις αδερφό; Ολόιδιοι είστε! Ελπίδα, χάρηκα." άπλωσα το χέρι μου στον "αδερφό" του Ιάσονα.

"Δεν έχεις καμία ελπίδα." σχολίασε ο Ιάσονας και έκατσε στο δίπλα σκαμπό.  

"Γκρινιάζετε πολύ εσείς. Οικογενειακό σας είναι;" απάντησα μέσα στη ζαλάδα μου.  

Μ' αγαπάς; Σε μισώ.Where stories live. Discover now