Κεφάλαιο 15

9.2K 703 40
                                    

"Εγώ από τότε έχω χάσει το μυαλό μου. Ξεχνάω κλειδιά, επιστρέφω να τα πάρω και ξεχνάω το κινητό μου. Επιστρέφω να πάρω το κινητό μου, συνειδητοποιώ ότι φοράω παντόφλες." 

Όλη την ένταση που επικρατούσε στο κεφάλι μου την έβγαλα πάνω στον τεράστιο τοίχο που ξεδιπλωνόταν μπροστά μου. Δίπλα μου βρισκόντουσαν αρκετοί κουβάδες με μπογιές και σε μια άκρη πινέλα και βούρτσες. 

"Πρέπει να συγκεντρωθώ, δεν θα τον αφήσω να με επηρεάσει!" 

"Για ποιον λέει;" ρώτησε η Μαίρη τον Ιάσονα Τζούνιορ.

Καθόντουσαν σε ένα πεζούλι τρώγοντας τα παγωτά που τους έφερα και με χάζευαν που παραμιλούσα και ζωγράφιζα τον τοίχο του ορφανοτροφείου. Η διεύθυνση του ιδρύματος δέχτηκε με μεγάλη χαρά να δημιουργήσω οτιδήποτε ήθελα πάνω σε αυτόν τον αποκρουστικό τοίχο. 

"Για τον Σούπερμαν, δεν το κατάλαβες;" της απάντησε ο Ιάσονας. 
"Νομίζω ότι έρχεται προς τα εδώ." απάντησε αδιάφορα η Μαιρούλα και συνέχισε να χώνεται με τα μούτρα στο παγωτό. 

"Ποιος έρχεται;!" γύρισα το κεφάλι μου σαν το κοριτσάκι από τον Εξορκιστή. Τον βλέπω να βγαίνει από το αμάξι του, να ανάβει στα γρήγορα ένα τσιγάρο και να πλησιάζει με περπάτημα πασαρέλας. Ηρέμησε Ναόμι Κάμπελ δεν είσαι στο Μιλάνο. 

Εκείνη την στιγμή χτύπησε το κόκκινο καμπανάκι μέσα στον εγκέφαλο μου.
Τι κάνω, τι κάνω, τι κάνω, τι κάνω! Να πέσω με το κεφάλι μέσα στον κουβά με την μπογιά να εξαφανιστώ;

Άκουσα τα βήματα του να πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο, ήρθε και στάθηκε δίπλα μου κοιτώντας τον τοίχο επικριτικά. Έκανε μια τζούρα από το τσιγάρο του και φύσηξε το καπνό προς το μέρος μου. 
Άρχισα να βήχω διώχνοντας τον καπνό από το πρόσωπο μου. 

"Τόση ώρα είσαι εδώ και το μόνο που έκανες ήταν να βάψεις τον τοίχο γαλάζιο;" σχολίασε συνεχίζοντας να καπνίζει. 

Άρπαξα το τσιγάρο από το στόμα του και το πέταξα κάτω, σβήνοντας το με την άκρη του ποδιού μου. 

"Πόσες φορές θα σου πω για το κάπνισμα; Δεν είναι σωστό να καπνίζεις μπροστά σε παιδιά." του είπα με διδακτικό ύφος. Έσκυψα και μάζεψα την γόπα από κάτω και την πέταξα στο κάδο σκουπιδιών που είχε δίπλα, νιώθοντας μια ανυπέρβλητη χαρά για το κατόρθωμα μου. 

"Τι θες εδώ;" τον ρώτησα ξανά γύρισα κοντά του. 

"Θα πάμε μια βόλτα..." 

"Θα είναι η τελευταία μου;" 

Με κοίταξε με ένα κενό βλέμμα, το οποίο δεν μου έδινε κανένα απολύτως στοιχείο για αυτή την υποτιθέμενη "βόλτα".

Μάζεψα τα πράγματα μου, χαιρετήσαμε τα παιδιά και κατευθυνθήκαμε μαζί προς το αμάξι. Ο Ιάσονας μπήκε στη θέση του οδηγού και εγώ μαζί με όλη μου την προίκα έκατσα στο πίσω κάθισμα. 

Μ' αγαπάς; Σε μισώ.Where stories live. Discover now