Κεφάλαιο 11

9.8K 787 94
                                    

Η κυρία Ουράνια μόλις είχε κλείσει την τηλεόραση του μαγαζιού. Η είδηση για τα παιδιά είχε γεμίσει τα δελτία ειδήσεων των τοπικών -και μη- καναλιών. 

"Εύγε παιδί μου! Λίγοι έχουν το θάρρος σου!" φώναξε με το που μπήκα στο μαγαζί. 

"Μακάρι να γινόμασταν περισσότεροι." σχολίασα πιάνοντας τα μαλλιά μου σε κότσο και ξεκίνησα αμέσως τη δουλειά.

Κοίταξα τριγύρω μου και παρατήρησα ότι ο Ζουζουνο-Ιάσονας δεν είχε έρθει ακόμα. 

"Θα κοιμάται." σκέφτηκα όσο σκούπιζα. 

Όχι ότι με ένοιαζε, βασικά δεν με ένοιαζε καθόλου, αλλά είχαν περάσει δύο ώρες και τριάντα οχτώ λεπτά και ακόμα να φανεί. 

Πήγαινα ράφι-ράφι δήθεν ότι καθαρίζω και πλησίασα την κυρία Ουρανία που διάβαζε το περιοδικό της στη γνωστή θέση της στο ταμείο.

"Ωραία μέρα έχει σήμερα." είπα αδιάφορα. 

"Αχαμ." συμφώνησε χωρίς να σηκώσει τα μάτια της από το περιοδικό. 

"Αν και έλεγαν για βροχές σήμερα." 

Η κυρία Ουρανία έφτιαξε τα ροζ γυαλιά της και παρέμεινε προσηλωμένη στο περιοδικό. 

"Είναι άρρωστος δεν θα έρθει σήμερα." μου ανακοίνωσε κάποια στιγμή. 

Έκανα κάτι ηλίθιες γκριμάτσες του στυλ "Α, εμένα δεν με νοιάζει, όχι εγώ δεν ρώτησα γι' αυτόν."

"Άρρωστος, ε; Πολύ άρρωστος;" ρώτησα.

Η κυρία Ουρανία ακούμπησε το περιοδικό της στο ταμείο και με κοίταξε με σταυρωμένα χέρια. 

"Γιατί δεν πας από εκεί να δεις πως είναι. Είμαι σίγουρη ότι θα χρειάζεται κάποια βοήθεια."

"Ποια;! Εγώ;! Μπα, από που κι ως που να πάω εγώ." μουρμούρισα. 

"Καλά όπως θες." είπε και η κυρία Ουρανία και ξανά έπιασε το περιοδικό της.

"Αλλά! Αφού επιμένετε μην σας χαλάσω το χατήρι. Έχετε τη διεύθυνση του;" τη ρώτησα με ένα διάπλατο χαμόγελο. 

Τι;! Άνθρωπος είμαι. Νοιάζομαι για τον συμπολίτη μου. 

                                                                                      ~~~

Έφτασα μπροστά από ένα τεράστιο αρχοντικό. Το πρώτο πράγμα που έβλεπες ήταν μια μεγάλη λευκή καγκελόπορτα με περίτεχνα σχέδια. Πίσω από την αυλή απλωνόταν ένας εντυπωσιακός κήπος. 

"Έπρεπε να πάρω διαβατήριο μαζί. Στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ βρέθηκα." μονολόγησα όσο προσπαθούσα να δω ανάμεσα από τα κάγκελα της πόρτας.

Μ' αγαπάς; Σε μισώ.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα