Κεφάλαιο 33

7.8K 616 3
                                    

"Ώστε αποφυλακίζεσαι ε;" με ρώτησε η γυναίκα. 

"Ναι." της απάντησα όσο έστρωνα για τελευταία φορά το κρεβάτι μου. Το ίσιωνα με τα χέρια μου ξανά και ξανά. Πρέπει να είναι τέλειο, χωρίς ούτε μια τσάκιση, λες και από αυτό θα εξαρτιόταν η πορεία της ζωής μου. 

"Τώρα που θα βγεις, να προσέχεις. Η κόλαση είναι το μετά από εδώ." 

"Σε ευχαριστώ για όλα." Για πρώτη φορά, την πλησίασα και την αγκάλιασα. Ξαφνιάστηκε αλλά δέχτηκε την κίνηση μου ως αποχαιρετιστήριο δώρο. 

"Να σε προσέχεις."

O Άκης άφηνε με δύναμη τις κούτες δεξιά και αριστερά, ενώ οι φλέβες στο μέτωπο του είχαν κάνει την εμφάνιση τους. Νομίζω ότι είδα και έναν ανεμοστρόβιλο μέσα στο μαγαζί από το φύσα-ξεφύσα. 

"Τι έπαθε;" ρώτησα την κυρία Ουρανία. 
"Κάλεσα τον Λυκούργο για φαγητό στο σπίτι." απάντησε. 
"Έγινε επιτέλους επίσημο;" ρώτησα έκπληκτη. 
"Θα γίνει." 
"Νομίζω ότι δεν το πήρε και πολύ καλά." είπα με νόημα δείχνοντας τον Άκη. 
"Καλά θα κάνει να το πάρει. Όπως τον στηρίζω τόσα χρόνια, έτσι θέλω να με στηρίξει και μένα. Όσα χρόνια μου μένουν, θέλω να τα περάσω χαρούμενη." 
"Τι λόγια είναι αυτά κυρία Ουρανία! Θα ζήσετε πολλά χρόνια! Σας απαγορεύω να ζήσετε λιγότερο από 150." 

Ο Ιάσονας μπήκε βιαστικός στο μαγαζί κρατώντας στα χέρια του έναν χοντρό φάκελο. Τον άφησε μπροστά στην κυρία Ουρανία,  η οποία έβαλε τα γυαλιά της για να είναι προετοιμασμένη για παν ενδεχόμενο. 

"Η υπογραφή σου λείπει και οι τίτλοι ιδιοκτησίας είναι όλοι δικοί σου." της ανακοίνωσε ο Ιάσονας. 

"Είσαι σίγουρος βρε αγόρι μου; Μήπως να το ξανά σκεφτούμε; Το δεύτερο μαγαζί πάει πάρα πολύ καλά από τότε που άνοιξε, δεν ξέρω αν θα μπορέσω να αντεπεξέλθω." 

"Είμαι σίγουρος ότι ο Άκης θα σου προσφέρει όλη τη βοήθεια που χρειάζεσαι. Άλλωστε εγώ ήδη έχω πάρα πολλές δουλειές. Δεν προλαβαίνω." 

"Δεν προλαβαίνω." τον κοροϊδεψα ακούγοντας τον. Άρπαξε το πρόσωπο μου ζουλώντας τα μάγουλα μου και δίνοντας μου ένα πεταχτό φιλί για να σταματήσω. 

Θυμάστε που είχα πάει σπίτι του χαρωπή χαρωπή και κατέληξα σε συμβούλιο των γερόντων; 
Εκείνη τη μέρα έκλαψα γοερά τη μοίρα μου, αλλά δεν σας είπα τι έγινε μετά το ξεμπρόστιασμα του ξετσίπωτου του Ανδρέα. 
Τελευταίο flash back του βιβλίου, η συγκίνηση είναι μεγάλη. Κοντινό σε μένα. 
Μετά την επιτυχία της επιχείρησης "Ανδρέας: στο πυρ το εξώτερον", αποφάσισα να το γιορτάσω με τον Ιάσονα. Ντύθηκα για άλλη μια φορά, απολεπίστηκα (και απελπίστηκα) ξανά και αποφάσισα ότι εκείνη τη μέρα θα γινόμουν η γυναίκα πόθος. 
Άνοιξε την πόρτα, δεν με περίμενε. Τον κοίταξα αισθησιακά και τον έσπρωξα μέχρι τον καναπέ, κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. 
Είχα άγριες διαθέσεις και το κατάλαβε. Χαμογέλασε πονηρά και με άφησε να τον κατευθύνω εγώ. Ούτε κιχ δεν έβγαλε, είχε παραδοθεί εντελώς στα κέφια μου. Τον ανάγκασα να καθίσει και εγώ έκατσα πάνω του, ξεκινώντας να του βγάζω τη μπλούζα. Τα δάχτυλα μου άγγιζαν το γυμνασμένο του σώμα εξιτάροντας ακόμα περισσότερο τη διάθεση μου. Τον φίλησα για να τον αφοπλίσω εντελώς και να τον έχω του χεριού μου. 

Κοκκινομάλλικο καρότο ήθελες ε; Και ποιος άλλος ξέρει τι άλλο έχεις φέρει εδώ μέσα. Θα υποφέρεις. 


Έκανε κίνηση να μου βγάλει τη μπλούζα άλλα του έβγαλα τα χέρια, ξεκούμπωσα το παντελόνι του δαγκώνοντας τα χείλη μου. Με κοιτούσε λαίμαργα, κρατιόταν αρκετή ώρα και αν το συνέχιζα λίγο ακόμα θα προκαλούσα την τύχη μου. Όσο φιλιόμασταν προσπάθησε πάλι να μου βγάλει την μπλούζα, για άλλη μια φορά του έσπρωξα τα χέρια. 

"Α, α, α, τώρα κάνω κουμάντο εγώ." του είπα παιχνιδιάρικα. 
Σηκώθηκα από πάνω του και στάθηκα μπροστά του κοιτώντας τον στα μάτια. Έβγαλα την μπλούζα μου χωρίς να χάσω οπτική επαφή, τα χέρια μου γλίστρησαν στο κουμπί του παντελονιού μου, αφαιρώντας το και αυτό. Τα μάτια του έτρωγαν κάθε λεπτομέρεια του κορμιού μου. Κάθισα πάλι πάνω του, τα χέρια του με έσφιξαν σφικτά πάνω του, φιλώντας με πάθος. Είχε αρχίσει να χάνει οποιαδήποτε αυτοσυγκράτηση, με μια κίνηση με ξάπλωσε στον καναπέ και ήρθε από πάνω μου. Μπήκε ανάμεσα στα πόδια μου, τον έσφιξα με τους μηρούς μου. Φιλούσε τον λαιμό μου και κατέβηκε από το στήθος, στην κοιλιά μου και από κει ο δρόμος ήταν μονόδρομος. 
Η ανάσα μου είχε γίνει βαριά, έβγαζα ήχους που δεν ήξερα ότι μπορούσαν να ακουστούν από τα χείλη μου. Έκλεισα το στόμα μου για να μην ακούγομαι. 

"Μη. Θέλω να σε ακούω..." είπε και πήρε το χέρι μου από το το στόμα μου. Οι αισθήσεις μου είχαν φτάσει στο αποκορύφωμα τους συλλαβίζοντας με δυσκολία το όνομα του. 

Όποια προσπάθεια έκανα για να τον υποτάξω, με τελείωνε με αθέμιτα μέσα. 

"Έχουμε όλο το βράδυ μπροστά μας και ακόμη είναι αρχή." μου ψιθύρισε στο αυτί.

Και κάποια στιγμή ξημέρωσε. 

Και μας βρήκε το επόμενο βράδυ ξανά μαζί. 

Και ξημέρωσε πάλι και εμείς ήμασταν ακόμη μαζί. 
Ώσπου έγινε η συνήθεια μας να ξυπνάμε και να κοιμόμαστε μαζί. 


"Μπορούμε να μείνουμε έτσι για πάντα;" τον ρώτησα ένα βράδυ που κοιμόμασταν αγκαλιά. Εκείνον ήταν μισοκοιμισμένος και με κρατούσε σφικτά πάνω του. "Το μαξιλάρι του." όπως με αποκαλούσε όταν ήθελε να με κρατήσει αγκαλιά. 


"Για πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω ήρεμη." του είπα. Μούγκρισε χαμογελαστός και μου έκανε λαβή πυγμάχου για να με εγκλωβίσει εντελώς στην αγκαλιά του. 




Μ' αγαπάς; Σε μισώ.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα