Kεφάλαιο 7

10.3K 821 98
                                    

Το φως του ήλιου πέρασε μέσα από το τζάμι και με χτύπησε κατευθείαν στο πρόσωπο. Άνοιξα τα μάτια μου χασμουρίζοντας, μέχρι που είδα ένα ζευγάρι μάτια να με κοιτάει κατάματα. 

"Είσαι όμορφη." τον άκουσα να λέει καθώς με κοίταζε. Πιο πολύ σαν ανακοίνωση ύστερα από ψηφοφορία μου ακούστηκε παρά για κοπλιμέντο. 

Εγώ. Ο Ιάσονας. Σε ένα κρεβάτι. Να κοιτάμε ο ένας τον άλλον σαν τις κουκουβάγιες. Τον ακούτε αυτό τον θόρυβο; Είναι το εγκεφαλικό που μου χτυπάει τη πόρτα.

"Τ-τι; Φύγε! Φύγε αμέσως από δω!" του φώναξα ντροπιασμένη. Τον έσπρωχνα να φύγει από το κρεβάτι αλλά εκείνος ατάραχος σηκώθηκε από το κρεβάτι, τεντώθηκε και έστρωσε το μαλλί του. 

Θα σας εξομολογηθώ κάτι.  Εχτές μέσα στο σκοτάδι δεν είχα παρατηρήσει το πόσο ωραίο σώμα έχει. Το εννοώ. Το παιδί φαίνεται, έχει λιώσει στη γυμναστική. Καθόμουν και μετρούσα τους κοιλιακούς, ένας, δυο, τρεις... 

"Σταμάτα να με κοιτάς." είπε καθώς έβγαινε από το δωμάτιο. 

Από την ντροπή μου χώθηκα ξανά στα σκεπάσματα. "Ωραία θα περάσουμε και σήμερα." σκέφτηκα.

"Καλημέρα κοκόνα! Έλα σου έκανα πρωινό." η κυρία Πόπη με τη γνωστή ποδίτσα της και το χαμόγελο σκαρφωμένο στα χείλη άφησε ένα τεράστιο δίσκο πάνω στο τραπέζι με όλων των ειδών τις λιχουδιές. Ο Ιάσονας καθόταν δίπλα μου πίνοντας μόνο καφέ. Έπιασα λαίμαργα ένα κομμάτι κέικ και στο άλλο χέρι κρατούσα δυο με τρία κουλουράκια. 

"Κυρία Πόπη, πεντανόστιμα! Πρώτη φορά τρώω τόσο ωραία κουλουράκια!" έλεγα μπουκωμένη. Σε κάθε λέξη έφτυνα ψίχουλα δεξιά και αριστερά. Κάποια στιγμή είδα τον Ιάσονα να καθαρίζει τη μπλούζα του από τα ψίχουλα μου και ύστερα να με κοιτάει με ένα βλέμμα αηδίας. 

"Ο γαμπρός μου ήρθε πρωί πρωί και σας άλλαξε το λάστιχο. Όποτε θέλετε μπορείτε να φύγετε." μας ανακοίνωσε η κυρία Πόπη.

"Σας ευχαριστούμε πολύ, σε λίγο θα φύγουμε." είπε ο Ιάσονας και σηκώθηκε όρθιος. Μου έκανε νόημα να σηκωθώ αλλά εγώ τον αγνόησα και συνέχισα να τρώω. Ενοχλημένος με άρπαξε από το χέρι και με τράβηξε μαζί του. Τελευταία στιγμή πριν βγούμε από την κουζίνα άρπαξα ένα τελευταίο κουλουράκι.

"Καθίστε να φάμε μαζί έκανα αρνάκι φρικασέ." μας έλεγε η κυρία Πόπη όσο ετοιμαζόμασταν να φύγουμε.

"Φρικασέ;" είπα και τα μάτια μου άστραψαν. Ο Ιάσονας έκανε μια γκριμάτσα απελπισίας και άνοιξε την εξώπορτα. 

Μ' αγαπάς; Σε μισώ.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα