Είναι ένα χάος

22 5 0
                                    

Η Νάντια με ταρακουνάει, το πρόσωπό της είναι αναστατωμένο.

Έρικα: Τι έγινε;

Το ασανσέρ είναι σταματημένο στον τρίτο, οι πόρτες είναι ανοιχτές.

Νάντια: Κάποιος είναι στο σπίτι, μέσα.. δεν ξέρω..

Φαίνεται ανήσυχη δε μπορεί καν να ολοκληρώσει τις φράσεις της.

Έρικα: Μην φοβάσαι.

Νάντια: Είναι όλη μου η οκογένεια εκεί.. η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, ο αδερφός μου, η γιαγιά.

Απαρριθμεί με απίστευτη ταχύτητα. Μπορούσα να διαισθανθώ τον τρόμο της, ήταν παρόμοιος με το δικό μου.

Έρικα: Όλα θα πάνε καλά, τι θες να κάνουμε; Να πάρουμε την αστυνομία.

Νάντια: Δεν έχω τηλέφωνο μαζί μου, χτύπησα στα διαμερίσματα αλλά κανείς δεν μου άνοιξε.

Το φαντάστηκα..

Νάντια: Πρέπει να πάμε μέσα, εκεί θα μπορέσουμε να πάρουμε τηλέφωνο και θα..

Έρικα: Δεν θα είσαι με τα καλά σου.. ξέρεις πόσο επικίνδυνο είναι αυτό;!

Νάντια: Σε παρακαλώ!!!

Ακούστηκε τόσο απελπισμένη, τα μάτια της με κάρφωναν, με δέσμευαν.

Έρικα: Ακολούθησέ με.

Έχω πείρα στο να μπαίνω μέσα σε σπίτια χωρίς να με καταλαβαίνουν, έπρεπε να πάρω την ευθύνη πάνω μου. Προχώρησα πρώτη προς το σπίτι τους, η Νάντια ακριβώς από πίσω μου να έχει προσκολληθεί στον αριστερό μου ώμο.

Ένιωθα τον χτύπο της καρδιάς της ευδιάκριτο πάνω στο δέρμα μου. Η πόρτα δεν ήταν ανοιχτή αλλά ούτε και τελείως κλειστή. Ήταν τραβηγμένη σε μία τρίχα που από μακριά δε τη διέκρινες. Παίρνω μία βαθιά ανάσα και καταλαβαίνω πως και η Νάντια ακολούθησε το παράδειγμά μου, η ανάσα της μου καίει το σβέρκο.

Σπρώχνω ελάχιστα την πόρτα, αναγνωριστικά θα έλεγα. Τώρα καταλαβαίνω τι είχε δει η Νάντια και της προκάλεσε όλον αυτό τον τρόμο. Το δωμάτιο φωτιζόταν αλλά καμία λάμπα δε φαινόταν ανοικτή.

Δε χασομέρισα ψάχνοντας τη πηγή του φωτός, υπήρχε όμως και κάτι άλλο εκεί. Όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης ήταν στο πάτωμα. Όλα τους! Κάποια συρτάρια ήταν ανοικτά και μερικά διακοσμητικά είχαν καταλήξειι και αυτά στο πάτωμα μαζί με τα βιβλία.

Νάντια: Είναι ένα χάος.

Μου ψιθύρισε στο αυτί παγωμένη. Δεν είχα το κουράγιο να την επιπλήξω για την παράτολμη ολοφάνερη παρατήρησή της.

Έρικα: Πρέπει να μπούμε.

Η Νάντια μου έσφιξε το μπράτσο. Τα νύχια της μπήχτηκαν στη σάρκα μου, κράτησα το μουγκρητό μου και πονεμένα έσπρωξα τη πόρτα κι άλλο για να ανοίξει τόσο όσο ώστε να χωρέσουμε, ούτε εκατοστό παραπάνω.

Γλιστράω μέσα με τη Νάντια βάρος στις πλάτες μου, σέρνομαι σε ένα τραπεζάκι απέναντι από τη τηλεόραση, εκεί βρίσκεται το τηλέφωνο. Σηκώνω το ακουστικό και πληκτρολογώ τον αριθμό ένα, μηδέν, μη.. Βήματα, πολλά, κάποιος, κάποιοι έρχονται εδώ.

Σκύβω με τη Νάντια κάτω, αφήνομαι να πέσω στα μπροστινά πόδια του καναπέ. Μουρμουρητά, δε διακρίνω λέξεις παρά μονάχα γράμμματα. Η Νάντια μπηγμένη στη πλάτη μου κλαίει ανεξέλεγκτα. Μπορώ τώρα πια να δω τις σκιές τους να αποτυπώνονται στον τοίχο.

Το φως τώρα τρεμοπαίζε φαινόταν σα να το εκπέπεμπαν οι φιγούρες. Άρχισαν να προχωράνε, οι σκιές μεγάλωναν, τα μουρμουρητά δυνάμωναν, η Νάντια έβγαλε μία κραυγή. Αντανακλαστικά της βούλωσα το στόμα με τη παλάμη μου αλλά ήταν ήδη πολύ αργά.

Τα μουρμουρητά σταμάτησαν, τα βήματα επίσης. Μία ανεξήγητη ζέστη χτυπούσε τα πλευρά μου. Ήταν όλες ακίνητες, οι σκιές, σταμάτησαν να μας πλησιάζουν. Κοιτάζουν η μία την άλλη και κατεβάζουν τα κεφάλια.

Το φως εξαφανίζεται. Σκοτάδι παντού δε μπορώ να δω τίποτα.


Αν σας αρέσουν τα κεφάλαια ψηφίστε τα με κάνεται πολύ χαρούμενη.

Κριστιάνα Πάλλη

Το ΑσανσέρWhere stories live. Discover now