Δεν είναι πανέμορφα;

16 5 0
                                    

Νάντια: Τι έγινε τώρα;

Έρικα: Έπεσε το ρεύμα.

Νάντια: Και τώρα,τι κάνουμε;

Φοβόμουν να μην αντιδράσει υπερβολικά, οπότε διευκρίνησα το πρόβλημα αλλά του προσέθεσα όμορφο περιτύλιγμα.

Έρικα: Τίποτα, το ασανσέρ δεν λειτουργεί, οπότε είσαι σωστή. Είναι σίγουρο ότι δεν θα μπει κανείς εδώ.

Νάντια: Σωστά, τώρα δεν κινδυνεύουμε.

Λέει αβέβαιη για την πραγματικότητα μιας και ένιωσε υποσυνήδητα τι βρισκόταν κάτω από το περιτύλιγμα που είχα προσεκτικά τοποθετήσει.

Έρικα: Ας ελπίζουμε πως μέχρι αύριο το πρωί όλα θα έχουν διορθωθεί.

Βέβαια τώρα είναι η στιγμή που αρχίζω εγά να τρομάζω με το σκοτάδι που μας έχει πλακώσει. Η Νάντια πρέπει να το κατάλαβε.

Νάντια: Ας πάμε για ύπνο τώρα μιας και δεν έχουμε άλλη επιλογή.

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου ξεχνώντας ότι δεν μπορούσε να το δει.

Έρικα: Συμφωνώ.

Παίρνω τη τσάντα μου και η Νάντια τη δικιά της και την τοποθετούμε σαν μαξιλάρι. Κουλουριαζόμαστε η μία κολλητά με την άλλη σε μία άβολη στάση και σε λίγο είχαμε αποκοιμηθεί.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ξύπνησα από τη μουσική. Τι είναι αυτό; Αναρωτήθηκα. Πήγα να σηκωθώ και τότε ένιωσα ένα βάρος στη κοιλιά μου. Όπως φάνηκε κάποια μέσα στη νύχτα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει εμένα για μαξιλάρι. Τη σκούντηξα.

Εκείνη σηκώθηκε και έσυρε τη τσάντα της προς το μέρος της. Ανασύρει το κινηρό της και σταματάει τη μουσική.

Νάντια: Καλημέρα! Είχα βάλει ξυπνητήρι.

Έρικα: Τότε καλύτερα να πάμε στο σχολείο, δεν πρέπει να καθυστερήσουμε.

Νάντια: Δε θα ανησυχούσα για αυτό στη θέση σου.

Ωχ!

Έρικα: Γιατί;

Ένα χασμουρητό δραπετεύει από το στόμα μου.

Νάντια: Είναι πέντε και μισή.

Έρικα: Πόσο και γιατί ξυπνήσαμε τέτοια ώρα;

Νάντια: Θέλω να είμαι σίγουρη ότι οι γονείς μου δεν θα με βρουν να κοιμάμαι εδώ.

Μένω άναυδη να τη κοιτάζω χωρίς να είμαι σε θέση να αντιδράσω. Αυτό το κορίτσι συνεχώς με εκπλήσσει... αρνητικά.

Νάντια: Άντε πάμε ας μην χάνουμε χρόνο.

Να πάμε που; Μαζεύουμε τα πράγματά μας και βγαίνουμε έξω, πάλι καλά το ρεύμα είχε επιστρέψει.

Νάντια: Ο αδερφός μου!

Με αρπάζει από το χέρι και κρυβόμαστε σε μία γωνία. Ο Ορφέας περνάει την είσοδο με στόχο το διαμέρισμά του.

Έρικα: Μα καλά τι έκανε έξω τέτοια ώρα;

Νάντια: Δεν ξέρω, αλλά θα φροντίσω να μάθω.

Αποχωριζόμαστε το κτήριο, δεν είχε ακόμα ξημερώσει. Και εμείς κατευθυνόμασταν μαλλον προς το πάρκο. Χαίρομαι τόσο που βοήθησα τη Νάντια αλλά δεν ξέρω αν έχω βοηθήσει εμένα σήμερα. Νιώθω κουρασμένη, πιασμένη και περπατάω τα ξημερώματα προς ένα πάρκο.

Νάντια: Δεν περνάς καλά;

Έρικα: Μα γιατί το ρωτάς αυτό;

Απαντάω ανόρεχτα.

Νάντια: Έλα, κοίτα που σε έχω φέρει.

Κοιτάζω το βρεγμένο παγκάκι ανικανοποίητη.

Νάντια: Ίσως ας παραμείνουμε καλύτερα όρθιες.

Έρικα: Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο.

Ανοίγει τη σακκούλα με τα πατατάκια και μου τη προσφέρει. Το αλάτι τους με τονώνει και παράλληλα αφήνει μία ελαφριά φαγούρα στα χείλη μου. Ο ήλιος ανέτειλε μπροστά στα αδιάκριτα βλέμματά μας.

Νάντια: Δεν είναι πανέμορφα;

Δεν μπορούσα να της απαντήσω, ήμουν συνεπαρμένη από τα χρώματα του ουρανού και τον ήλιο που ξεπρόβαλε. Το κινητό της Νάντιας ακούγεται να ξαναχτυπά.



Το ΑσανσέρWhere stories live. Discover now