Η μάνα σου γιατί δεν σε μαζεύει;

13 6 0
                                    

Έρικα: Κοιτάξτε... εκείνη τη μέρα θέλω να με συγχωρήσετε για τη συμπεριφορά μου, ήταν αγενής.

Μυρτώ: Δεν σε είδα να σε νοιάζει και τόσο τότε.. Και από όσα μου έχει πει ο γιός μου έτσι συνηθίζεις εσύ.

Η επίθεση που δεχόμουν ήταν κάτι παραπάνω από απροσδόκητη. Η Νάντια μου την είχε περιγράψει με τα καλύτερα λόγια, για το πόσο γλυκιά και ευγενική ήταν. Αμυντικά μαζεύτηκα περισσότερο στη θέση μου και κοκκάλωσα εκεί, ένιωθα σα να μου είχε αφαιρέσει την ικανότητα της κίνησης. Σα να με είχε παραλήσει με τα λόγια της.

Μυρτώ: Και... μένεις στο ασανσέρ! Τι είδους άτομο το κάνει αυτό;

Έρικα: Ξέρετε. Έχω μία αρκετά διαφορετική καθημερινότητα από τη δική σας, αλλά δεν είναι επιλογή μου. Η σχέση με τον πατέρα μου δεν είναι και η καλύτερη οπότε είναι η μόνη μου ασφαλής επιλογή.

Μυρτώ: Εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι είσαι κακή επιρροή για την εγγονή μου. Και ότι αυτά που λες δε στέκουν. Με τη μητέρα σου τι γίνεται; Αυτή γιατί δεν σε μαζεύει;

Έρικα: Είναι νεκρή.

Ήξερα ότι αυτά συζητιόνταν πίσω από τη πλάτη μου, αλλά ποτέ κανένας δεν είχε το θράσος να με προσβάλλει έτσι κατάμουτρα και να κάνει φανερή την εισβολή του στην προσωπική μου ζωή. Από την αμηχανία δεν μπορούσα ούτε να τη κοιτάξω.

Τόσο πρωτόγονα και έντονα συναισθήματα αυτά για εμένα.

Μυρτώ: Ήθελα να 'ξερά πώς και κανένας δεν έχει παραπονεθεί ακόμα για εσένα.

Έρικα: Είμαι πολύ διακριτική, δεν δημιουργώ προβλήματα..

Αυτό ξυπνούσε μέσα μου θαμμένα στοιχεία του χαρακτήρα μου. Η συμπεριφορά της ήταν γνώριμη αλλά και μη συναντήσιμη στη ψυχοσύνθεσή μου. Το σώμα μου τσιτσίριζε σα πυρακτωμένο λάδι. Αυτή της η ευθύτητα την έκανε ελκυστική κατά έναν διαστραμμένο τρόπο.

Η αμηχανία μου σε λίγο είχε αντικατασταθεί από μανία, μανία για το τι θα νιώσω μετά. Ήθελα να με σπρώξω στα άκρα να κάνω το μυαλό μου να εκραγεί με ότι συνέβαινε. Με πονούσε αλλά το ήθελα, το ήθελα πολύ.

Έπρεπε να το κάνω, ήμουν υποχρεωμένη, χωρίς να ξέρω ποιός ή τι το είχε ορίσει αυτό, άρχισα να αφήνω υπονοούμενα και να τη καθοδηγώ με τρόπο που ήξερα ότι θα με προσέβαλε. Ένιωθα τη πίεση να κλιμακώνεται, όσο ένιωθα ότι έφτανα στο τέλος, τόσο η μανία μου μεγάλωνε και γινόμουν πιο προκλητική.

Την εκλιπαρούσα να με προσβάλει παραπάνω καθώς ένιωθα ότι τα βέλη που πυρώθηκαν ήταν έτοιμα να τρυπήσουν τη καρδιά μου.

Μυρτώ: Φτάνει.

Κλειδώνει το βλέμμα της με το δικό μου. Ακόμη με κρατάει από τα πλαϊνά του σώματός μου για να είναι σίγουρη ότι δεν θα κινηθώ. Τα βλέφαρά της ήταν ακίνητα, δεν έχανε την επαφή της μαζί μου. Η μανία μου είχε εξαφανιστεί, τόσο ξαφνικά όσο και εμφανίστηκε.

Η κυρία Μυρτώ με άφησε και ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια της για κάποια ώρα. Η Νάντια είχε έρθει και έσπευσε να καθίσει δίπλα μας.

Νάντια: Βλέπω πως γνώρισες επιτέλους τη πολυαγαπημένη μου γιαγιά!

Το ΑσανσέρWhere stories live. Discover now