Τζίνι

9 5 0
                                    

Μακάρι να είχα ένα στοιχειό μέσα σε ένα λυχνάρι που να μπορούσε να μου εκπληρώσει όλες μου τις επιθυμίες. Ήτανε από τα αγαπημένα μου παραμύθια όταν ήμουν μικρή, μας το διάβαζε η δασκάλα μας στη πρώτη δημοτικού.

Φανταζόμουν πως θα ήταν πράγματι να μου δοθεί μία τέτοια δύναμη. Ένα τζίνι παγιδευμένο στη χρυσή φυλακή να υπηρετεί τα θέλω και τις επιθυμίες μας. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, το ίδιο θα ήταν δυστυχισμένο...

Χαμένο από το νόημα της δικής του ζωής καταδικασμένο από εμάς σε μία ζωή απόλυτης υπηρέτησης των αναγκών των άλλων. Ήμουν μία μικρή εγωίστρια, φανταζόμενη κάτι τέτοιο. Το σπίτι είχε χάσει τη γνώριμη ζεστασιά του, τουλάχιστον σα χώρος.

Αυτό  όμως που δεν γινόταν να στερηθεί ήταν η ζεστασιά που σου εξέπεμπαν οι άνθρωποί του. Συμπονετικοί και αγαπημένοι. Η τέλεια οικογένεια. Σύντομα άλλη μία πίτσα είχε τοποθετηθεί στο τραπέζι. Φάγαμε όλοι μαζί.

Η όρεξή μου κάθε φορά ήταν ίδια. Η λαχτάρα μου με καθοδηγούσε . Είχα περάσει από τη συνεχή πείνα στα ολοκληρωμένα γεύματα, ότι θεωρείται ολοκληρωμένο γεύμα για έναν έφηβο στην ηλικία μου... Τελειώσαμε , αφήνοντας στο  πάτο του κουτιού δύο κομμάτια για τον Ορφέα και πήγαμε στο δωμάτιο της για να απομονωθούμε.

Δεν ήξερα αν αυτή ήταν η κατάλληλη επιλογή για το άγχος μου εκείνη τη στιγμή. Χρειαζόμουν την αίσθηση μιας οικογένειας. Το μυαλό μου ήξερε πως μόλις πριν από μερικές εβδομάδες πήγαινα σε αυτό το σπίτι με λίγη συναίσθηση του κινδύνου.

Το σώμα μου το θυμόταν επίσης, οι μελανιές μου παρέμειναν εκεί στα πλευρά μου, αν και αχνότερες ήταν εκεί.  Δεν ξέρω αλλά όλο αυτό μου μοιάζει σα μία πολύ μακρινή εποχή που έχει εξαφανιστεί πια από τη ζωή μου.

Όλη αυτή η φιλοξενία και η αγάπη της Νάντιας μου δόθηκαν τόσο απλόχερα, που απλώς πιάστηκα απελπισμένα από αυτά θεωρώντας τα ως τη σωτηρία μου περίμενα. Μία σωτηρία που ήρθε νωρίτερα στη ζωή μου από ότι είχα σχεδιάσει.

Θα τελείωνα το πανεπιστήμιο, θα έβρισκα μία καλή δουλειά και με τα πρώτα χρήματα θα νοίκιαζα ένα ολόδικό μου διαμέρισμα μακριά από εδώ. Όμως βρήκα αυτή την ανακούφιση στο πρόσωπό της Νάντιας πολύ νωρίτερα.

Ήταν η σωτηρία μου. Έτσι και τώρα θα έπρεπε να της το ανταποδώσω, όσο και αν πονούσα, όσο και αν φοβόμουν, όσο και αν πονούσα, όσο και αν χρειαζόταν να ξεπεράσω τα όριά μου και να σπάσω τα τείχη προστασίας που έχτισα.

Θα τη προστάτευα από οποιονδήποτε προσπαθούσε να διαταράξει την ευτυχία της και τη τέλεια οικογένειά της. Όταν τότε άρχισε να σουρουπώνει και τα κεριά έκαναν την εμφάνισή τους στο σπίτι, με πήρε από το χέρι για να αναζητήσουμε τη δικιά μας αλήθεια, να λύσουμε το πρόβλημα.

Είπαμε μία χαζή δικαιολογία στον μπαμπά της, πήρα τα κλειδιά από την τσάντα μου και βρέθηκα να ξεκλειδώνω το κελί της φυλακής μου και να με καταδικάζω ξανά σε μία ατέρμονη ποινή.

Το ΑσανσέρWhere stories live. Discover now