Είσαι τόσο όμορφη αλλά και τόσο ηλίθια

15 5 0
                                    

Γυμναστής: Έρικα, χαίρομαι που κατάφερες να έρθεις σήμερα.

Η Γιάννα ξύνισε τα μούτρα της ευθαρσώς για να το προσέξω.

Γυμναστής: Ο Ορφέας;

Έρικα: Δε ξέρω γιατί δεν έχει έρθει.

Γυμναστής: Μα τι θα γίνει ρε παιδιά; Κάθε μέρα θα μας λείπει και ένας; Ας τον περιμένουμε λίγο..

Βλέπω τη Γιάννα να πλησιάζει το σκουρόχρωμο παγκάκι που κάθισα προηγουμένως. Η Έλενα πάει να την ακολουθήσει αλλά την πιάνω δυνατά από το μπράτσο εμποδίζοντάς τη.

Έλενα: Τι έγινε;

Η Γιάννα κάθετε και βγάζει μία κραυγή.

Γιάννα: Αχ! Βράχηκα.

Σηκώνεται και κοιτάζει το λευκό της παντελόνι.

Γιάννα: Πω,πω χάλια έγινα, τι θα κάνω τώρα;

Αφήνω το χέρι της Έλενας και κρύβω το γέλιο μου.

Έλενα: Ήξερες ότι ήταν βρεγμένο έτσι; Είσαι μεγάλο έγκλημα εσύ.

Ψιθυρίζει και τρέχει να βοηθήσει την οριόμενη Γιάννα, κοιτάζω κλεφτά το ρολόι του γυμναστή. Δέκα λεπτά περασμένες έξι. Αυτός χτυπάει νευρικά το πόδι του στο δάπεδο. Ο Ορφέας επιτέλους είναι εδώ.

Ορφέας: Συγγνώμη που άργησα, δε θα ξανασυμβεί.

Πάντα αργοπορημένος.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Βρέθηκα εδώ όπως και μερά από κάθε προπόνηση να κάνω τη βραδινή μου ρουτίνα πριν επιστρέψω σπίτι. Ακόμη δυσκολεύομαι να συνηθίσω. Μόλις γυρίζω πέφτω για ύπνο κατευθείαν, έχω εξαντληθεί και το κορμί μου είναι πιασμένο και καταπονημένο. Αφήνομαι..

Μέσα στον ύπνο μου νιώθω κάποιον να κουλουριάζεται δίπλα μου.

Νάντια: Σσσσ! Μη πεις τίποτα, καληνύχτα.

Τι θα κάνω με αυτό το κορίστι;

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σηκώνομαι για να ετοιμαστώ για το σχολείο χωρίς να είμαι σίγουρη αν είχα πράγματι δει χθες τη Νάντια ή ήταν ένα όνειρο. Η τσάντα μου είναι έτοιμη και ο πατέρας έχει φύγει οπότε τελώ ήσυχη τις πρωινές μου συνήθειες.

Με ανυπομονησία ξεκίνησα να πάω στο σχολείο καθώς ήξερα ότι σήμερα κιόλας θα μας παρέδιδαν τα διαγωνίσματα στην Ιστορία. Δεν είχα άγχος, είχα γράψει καλά το ήξερα. Η Νάντια στεκόταν σε ένα παγκάκι πάνω στη ζακέτα της. Χασμουριόταν, κατάλαβα ότι δεν ήταν όνειρο το χθεσινό... Με βλέπει και τρέχει δίπλα μου.

Νάντια: Έλα κάτσε, έχω να σου πω!

Με σέρνει στο παγκάκι, απλώνει παραπάνω τη ζακέτα και με καθίζει δίπλα της.

Νάντια: Είδα τον αδερφό μου να βγαίνει νωρίς πάλι από την πολυκατοικία, ευτυχώς δε χρησιμοποίησε το ασανσέρ και εγώ είχα ήδη κατέβει και βρισκόμουν στο παρκάκι. Διακριτικά προσπάθησα να τον ακολουθήσω αλλά σε ένα στενό τον έχασα. Κρίμα και ήμουν τόσο κοντά! Λες να πήγε να συναντήσει αυτή την Έλενα που μου είπες;

Έρικα: Πιθανόν...

Νάντια: Θα μου τη γνωρίσεις;

Έρικα: Δε τη ξέρω και πολύ καλά... θα δω τι μπορώ να κάνω.

Το βλέμμα της καρφώνεται στη σάκα μου. Απλώνει το χέρι της και με μία απότομη κίνηση ξεκολλάει το σημείωμα.

Νάντια: <<Είσαι τόσο όμορφη αλλά και τόσο ηλίθια.>>

Το ΑσανσέρWhere stories live. Discover now