Πιο δυνατή

8 5 0
                                    

Εισχωρώντας το κλειδί στη μέσα μεριά της πόρτας και τραβώντας τη απαλά γέρνοντας ήπια προς τα αριστερά, ασφαλίζοντας το κλουβί. Χωρίς να κοιτάξουμε αν λείπει ή αν ήταν σε κάποιο δωμάτιο στρωθήκαμε στο ψάξιμο.

Αναστατώσαμε όλο το σπίτι. Ψάξαμε σε συρτάρια, ντουλάπια, ακόμη και ενδιάμεσα από τα μαξιλάρια του καναπέ και κάτω από το χαλί. Τίποτα.

Νάντια: Το σαλόνι είναι καθαρό μαζί με την κουζίνα.

Έρικα: Αποκλείεται να έχει κρύψει κάποιο βιβλίο εδώ και να το χάσαμε.

Νάντια: Προχωράμε στα δωμάτια.

Παίρνει τη πρωτοβουλία και εγώ ξεροκαταπίνοντας τις ανησυχίες μου την ακολουθώ. Ένα, ένα τοποθετούσα τα βήματά μου μετά της Νάντιας. Την ακολουθούσα πιστά καθώς έμπαινε μεθοδικά σε κάθε άνοιγμα που περνούσαμε.

Εκείνη πάντα ερευνούσε την αριστερή πλευρά με τον ίδιο ατάραχο τρόπο και εγώ τη δεξιά σπασμωδικά. Ήταν φανερή η έλλειψη γνώσεων που είχε. Ήμουν ενημερωμένη για τους κινδύνους για αυτό και το σώμα μου αντιδρούσε φοβισμένο για να με προστατέψει.

Δεν ήταν μία δειλή κίνηση από μέρους μου. Ήταν προμελετημένη από το μυαλό μου, η δικιά της από την άλλη δεν ήταν μεθοδευμένη όπως φαινόταν αλλά ηλίθια και θα μπορούσε να αποβεί μοιραία.

Άφησα μία τρεμουλιαστή ανάσα βλέποντάς τη να φεύγει από το μπάνιο και να κατευθύνεται στο πρώην κελί μου. Τόσο παγωμένο και αφιλόξενο μέρος. Αν υπάρχει η κόλαση σίγουρα θα έχει τη μορφή του και ο διάβολος μαθητής του πατέρα μου στη τέχνη της βίας και του αποτροπιασμού.

Είχα σταματήσει να κινούμε, βομβαρδίστηκα από συναισθήματα, χτυπήματα στη ψυχή και στο σώμα μου. Η Νάντια είχε τελειώσει το ψάξιμο του γραφείου μου πριν παρατηρήσει την ακινησία μου.

Νάντια: Θέλεις να ψάξω μήπως εγώ και το υπόλοιπο;

Έρικα: Όχι πρέπει να το κάνω εγώ.

Δεν λένε ότι ο καλύτερος τρόπος να ξεπεράσεις τους φόβους σου είναι να τους αντιμετωπίσεις; Να τους νιώσεις βαθιά στο πετσί σου, να σου ξεσκίσουν τη σάρκα βίαια και μετά τίποτα. Κενό, ο φόβος εξαφανίζεται...

Δεν μπορείς να νιώσεις κάτι για αυτόν. Αναισθησία.. πλησίασα το κρεβάτι μου και χαϊδεύω έντονα την επιφάνεια των σκεπασμάτων, είναι τα ίδια από τη μέρα που έφυγα... Τα σηκώνω, ένα κύμα σκόνη απλώνεται στον αέρα.

Βήχουμε νευρικά. Πιάνω το στρώμα με το πανωσέντονο, τίποτα. Σηκώνω το στρώμα, το μαξιλάρι, κενό. Σκύβω λυγίζοντας πλήρως τα γόνατά μου αλλά δίχως να ακουμπάω ακόμα το πάτωμα. Σα τότε που ήμουνα μικρή.

Να κρύβομαι κάτω από το κρεβάτι μου για να μην με βρει. Να μένω εδώ ώρες ολόκληρες για να μη του δώσω τη παραμικρή αφορμή για καβγά και ξύλο. Αυτά τα σεντόνια έχουν σκουπίσει τα δάκρυά μου, έχουν απορροφήσει τον πόνο και τη θλίψη μου.

Κοιτώντας τα βέβαια τώρα εδώ βλέπω ένα εγκαταλελειμμένο και βρώμικο αχούρι. Η παλιά μου κρυψώνα έχει γίνει το σπίτι για πολλές αράχνες που φαίνεται να βρίσκουν ένα πάπλωμα ζεστασιάς τη σκόνη.

Ίσως όντως αυτό το μέρος να απορρόφησε τα συναισθήματά μου, μουντό, άχαρο και θλιβερό όπως και ο ψυχισμός μου. Η Νάντια άπλωσε το χέρι της στον ώμο μου προσέχοντας το και με έσφιξε απαλά.

Τώρα ήταν η ώρα για την αληθινή πρόκληση του εαυτού μου, τη πηγή του μίσους. Να ψάξουμε το δωμάτιο του πατέρα μου. Εμφανώς δυσανασχέτησα και μερικά ακόμη δάκρυα ξέφυγαν από τον έλεγχό μου.

Νάντια: Δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό. Μην ταλαιπωρείσαι μπορώ να το αναλάβω εγώ.

Μου έφραξε προστατευτικά την είσοδο.

Έρικα: Πρέπει θα με κάνει πιο δυνατή.

Και με αποφασιστικότητα ανοίγω τη πόρτα και μπουκάρουμε μέσα, τότε όλα εκμηδενίστηκαν.

Πατέρας: Τι κάνετε εδώ!;

Το ΑσανσέρWhere stories live. Discover now