Κλειδί, η πόρτα

10 5 0
                                    

Νάντια: Έρικα, η Έλενα σε κοιτούσε παράξενα πριν.

Έρικα: Ναι το πρόσεξα κι εγώ. Ας μη δώσουμε σημασία. Αρκετή προσοχή χαρίσαμε σε ένα άτομο σαν και αυτή.

Νάντια: Όσο και αν ξέρω ότι έχεις δίκαιο δεν μπορώ να την αφήνω έτσι κάθε φορά. Με νευριάζει αφάνταστα το θράσος της. Με πιάνει κάτι σαν μανία και θέλω οπωσδήποτε να τη προσβάλλω.

Καταλάβαινα τι εννοούσε.

Μασουλήσαμε μερικά πικραμύγδαλα καθώς καθόμασταν βαριεστημένα στο δωμάτιό της κάτω από το φως των κεριών.

Έρικα: Τι νομίζεις πως πρέπει να κάνουμε για να αποδείξουμε ότι είναι ο πατέρας μου;

Αφήνει ένα βεβιασμένο χαμόγελο.

Νάντια: Είσαι τόσο σίγουρη ότι είναι αυτός;

Έρικα: Απόλυτα. Τον ξέρω καλά.

Νάντια: Δεν ξέρω Έρικα, είναι δικός σου πατέρας οπότε νιώθω πως πρέπει να είσαι εσύ αυτή που θα πάρει την απόφαση.

Χαίρομαι που μου δείχνει ότι σέβεται και πάνω από όλα εμπιστεύεται την άποψή μου. Αλλά δεν ήξερα τι να απαντήσω και να ανταποκριθώ στις προσδοκίες της, οπότε άρχισα να σκέφτομαι φωναχτά.

Έρικα: Όποιος ήταν εδώ εκείνη τη νύχτα δεν ήταν μόνος του είχε και κάποιο συνεργό.

Νάντια: Ίσως φώναξε κάποιον φίλο του με παρόμοιες ιδεολογίες για βοήθεια.

Έρικα: Ίσως... επίσης τα βιβλία ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα, το είδαμε. Ξέρουμε αν λείπει κάποιο από τη βιβλιοθήκη;

Παρατάει τη σακούλα με τα αμύγδαλα στο πάτωμα.

Νάντια: Δεν ελέγξαμε ποτέ.

Πέρνει το κερί και πάμε στο σαλόνι. Σκόνταψα ουκ ολίγες φορές στη διαδρομή. Ήταν αργά, κοντά δώδεκα, κανείς δεν ήταν ξύπνιος. Σερνόμαστε σιωπηλά στη βιβλιοθήκη, το κερί αλλάζει χέρια, ήρθε στα δικά μου.

Νάντια: Φώτισέ μου.

Το κρατάω στο ύψος των ματιών της που επιτηρούσαν έναν έναν τους τίτλους. Άρχισε να τα βγάζει από τα ράφια και να τα ανοίγει. ά, ΄β,΄γ. Όλα φαινόταν να είναι διαδοχικά χωρίς κάποια έλλειψη στα ενδιάμεσα. Η σειρά σταματάει.

Έρικα: Όλα είναι στη θέση τους, δεν έχει κλαπεί κανένα.

Νάντια: Μπορεί. Από την άλλη δεν ξέρουμε αν έχει κλαπεί το τευλευταίο τεύχος ή τεύχη. Εξ αρχής δεν έχουμε ιδέα για το πόσα ήταν.

Ψιθυρίζαμε απογοητευμένες, φαινόταν πως η προσπάθειά μας ήταν ανούσια. Ακούστηκε φασαρία, κάποιος ερχόταν στο σαλόνι. Πανικοβληθήκαμε, δεν έπρεπε να μάθουν ότι ξέραμε. Φύσηξε με δύναμη το κερί και με έριξε με μία σπρωξιά στα πόδια του καναπέ όπως και τότε.

Μπορούσα να νιώσω το καρδιοχτύπι και την αγωνία της, τα βήματα πλησίαζαν προς τα εδώ. Έστριψαν, κλειδί, η πόρτα. Κάποιος βγαίνει έξω. Γέρνει το κεφάλι της στο πλάι δεν πρόλαβα να τη σταματήσω, η περιέργειά της νίκησε την αγωνία της.

Δεν ξέρω τι είδε αλλά αστραπές εκνευρισμού διαπέρασαν τις κόγχες των ματιών της.

Το ΑσανσέρHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin