Να ψάξουμε τα πράγματά του.

18 5 0
                                    

Έξω θέλω να βγω έξω. Το ψωμί κρατημένο σφιχτά στο μπράτσο μου, η πόρτα του ψυγείου ανοιχτή. Κράμπα, φωνάζω καθώς οι μυς του ποδιού μου σφίγγονται ακαριαία, πονάω, δεν μπορώ να κουνηθώ.

Πέφτω στα γόνατα. Πονάω πολύ μα τι έχω πάθει; Σέρνομαι τα ακροδάχτυλά μου γαντζώνονται στο πάτωμα το φαγητό μου προστατεύεται από τον πήχη μου. Είμαι μέσα. Ο πατέρας δεν πρέπει να με ακολούθησε φαινόταν αρκετά κουρασμένος για να ασχοληθεί και μαζί μου.

Απλώνω διαγώνια το πόδι μου στο ασανσέρ βογκώντας. Τρίβω τη γάμπα μου  με το μέσο και τον αντίχειρά μου. Κοιτάζω το ψωμί που θα καταβροχθίζω σε λίγο.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Τα μαλλιά μου ξάπλωναν στην πλάτη μου άχαρα σα στάχυα. Η μπλούζα μου που αποτελούσε ένα στρώμα ξεκούρασης για αυτά ήταν σημαδευμένη με το νερουλό αποτύπωμά τους. Διάβαζα και προσπαθούσα καταναγκαστικά και με διάφορους τρόπους να αποστηθίσω τις σελίδες.

Αύριο, τη δεύτερη ώρα θα γράφαμε διαγώνισμα στην Ιστορία. Ένιωθα σε συχνά διαστήματα τσιμπιές στο πόδι μου. Ίσως να μην πήγαινα σήμερα στο σχολείο, ακόμη μία τσιμπιά, ω ναι σίγουρα σήμερα δεν θα πήγαινα στο σχολείο. Θα διακινδύνευα να τραυματιστώ άσχημα.

Απήγγειλα ρυθμικά ένα κομματάκι που με δυσκόλευε ιδιαίτερα. Προσθέτοντάς του μία μελωδία το έκανε να μοιάζει με περίεργο τραγούδι. Εύκολο να το μάθεις. Πρέπει να ήμουν έτοιμη να καταπιαστώ με κάποιο άλλο μάθημα όταν ήρθε ο Ορφέας.

Ορέστης: Έρικα σήκω, θα έρθεις μαζί μου;

Πιάνω με το χέρι μου το πόδι μου και το σηκώνω αργά μαζεύοντάς το μέχρι το στήθος μου, ώστε να του κάνω χώρο για να μπει.

Έρικα: Ξέρεις, χτύπησα και δε θα μπορέσω να έρθω. Σε πειράζει να το πεις στο γυμναστή;

Κουνάει αδιάφορα τους ώμους του για να δείξει πως όχι. Φεύγει ήσυχα και εγώ αρχίζω να γράφω την εργασία της Γλώσσας.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Είμαι πραγματικά κουρασμένη, πρέπει να μου πήρε όλο το απόγευα για να μελετήσω, μου συμβαίνει αυτό με τα διαγωνίσματα. Τα βάζω στη τσάντα μου και αφήνω τα βιβλία που δεν θα μου χρειαστούν εδώ, δεν έχει βρεθεί ακόμη το άτομο που θα κλέψει βιβλία.

Περνάω μέσα από ατημέλητα μαλλιά μου τη βούρτσα. Ακούω τις τρίχες να σπάνε και αμέσως σταματάω. Δεν θέλω να τα κάνω να φαίνονται χειρότερα και πιο ταλαιπωρημένα. Τα χτενίζω πρόχειρα με τα χέρια μου για βούρτσα και τα φέρνω μπροστά σκεπάζοντας τις άκρες του προσώπου μου, καθώς ετοιμάζομαι να πάω στη Νάντια.

Κάνω μία προσπάθεια να σηκωθώ. Το πόδι μου συσπάται άτσαλα, περπατάω έχοντας μία μικρή ενόχληση στην αρχή που σιγά, σιγά επιδεινώνεται. Ας ελπίζουμε πως μέχρι αύριο θα είναι παρελθόν. Χτυπάω το κουδούνι και αφήνω αμήχανα τη τσάντα μου να κρέμεται από τη παλάμη μου. Βήματα και η πόρτα ανοίγει.

Ευρυδίκη: Ω! Έρικα, τι κάνεις εδώ!;

Νάντια: Για εμένα ήρθε.

Με αρπάζει από το χέρι μου.

Έρικα: Άουτς το πόδι μου!

Νάντια: Αυτό δεν το πείραξα.

Πηγαίνω στο δωμάτιό της κουτσαίνοντας.

Έρικα: Πρέπει να είναι κάποιο τράβηγμα.

Νάντια: Από τη προπόνηση;

Έρικα: Όχι πιο πριν για αυτό και δεν πήγα.

Νάντια: Μάλιστα.. Ο Ορφέας δεν έχει γυρίσει ακόμα. Είναι και αργά..

Έρικα: Έμαθες τελικά τι έκανε το πρωί;

Νάντια: Όχι, ήλπιζα να μαθαίναμε μαζί.

Έρικα: Θες να τον ρωτήσουμε όταν θα έρθει;

Νάντια: Όχι, να ψάξουμε τα πράγματά του.

Το ΑσανσέρNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ