Κεφάλαιο 14

1.5K 248 15
                                    


«Πήγαινα και ρωτούσα αν υπάρχει κάποια κοκκινομάλλα με δίχρωμα μάτια, ένα γαλάζιο και ένα πράσινο.»

Σηκώθηκε από πάνω της και άρχισε να κουμπώνει το πουκάμισο του, συνεχίζοντας.

«Δεν υπήρχε καμία. Ήταν πολλές αυτές με τα κόκκινα μαλλιά σε εκείνο το σπίτι, αλλά είχαν καστανά, πράσινα, γαλάζια, καμία δίχρωμα. Διάλεγα αυτές με τα ανοιχτόχρωμα μάτια και τα μπουκλωτά μαλλιά. Φανταζόμουν ότι το ένα μάτι είχε άλλη απόχρωση. Αν η γυναίκα ήταν πρασινομάτα, ότι το αριστερό μάτι ήταν γαλάζιο, αν ήταν γαλανομάτα, ότι το δεξί ήταν πράσινο.

Κάποιες φορές χανόμουν τόσο που νόμιζα ότι ήσουν όντως εσύ στο κρεβάτι μαζί μου. Ήμουν ηλίθιος. Πως μπορούσα να μπερδεύω τις πόρνες στον Βορρά με μία Αρχόντισσα του Νότου;»

Η Ευτυχία κούμπωνε και αυτή το φόρεμα της χωρίς να μιλάει, απλά τον κοιτούσε, διαισθανόμενη ότι ο Οδυσσέας είχε και άλλα να πει. Και είχε δίκιο.

«Ο Σέργιος το είχε καταλάβει. Δεν ξέρω αν είχε υποψιαστεί κάτι πριν δει την εμμονή μου με τις κοκκινομάλλες αν και ύστερα, θα ήταν φως φανάρι, από την επιθυμία μου σχετικά με το χρώμα των ματιών. Αλλά δεν είχε καμία απόδειξη πριν δεθούμε, ούτε μετά.

Εδώ και δύο χρόνια όμως, αντιστεκόμουν στις προθέσεις του να με πάει σε τέτοια σπίτια. Μπορώ μόνο να φανταστώ τον φόβο του, ότι εσύ και εγώ είχαμε κάτι.

Μια νύχτα, με πήγε με το ζόρι εκεί. Μου είπε ότι αν θέλω μία με κόκκινα μαλλιά, καλώς. Αυτές εδώ είναι πιο Κοινές και από τις Κοινές και μόνο με Κοινές μπορώ να έχω τέτοια νταραβέρια.»

Ο Οδυσσέας πήρε βαθιά εισπνοή. «Γιατί τις Αρχόντισσες, κοκκινομάλλες ή μη, μπορούμε μόνο να τις τιμούμε και να τις σεβόμαστε.»

«Να τις τιμούμε και να τις σεβόμαστε» επανέλαβε η Ευτυχία κοιτώντας ανακαθισμένη τον νυχτερινό ορίζοντα. « Τι έγινε τότε;»

«Με τράβηξε σχεδόν, μέσα στο πορνείο και φώναξε σε μία γυναίκα να φέρει μια νεαρή με κόκκινα σγουρά μαλλιά και ανοιχτόχρωμα μάτια. Έφεραν μια στην οποία, υπό άλλες συνθήκες, θα έβλεπα εσένα, αλλά πια δεν μπορούσα.

Με έσπρωξε και μου είπε να μην τολμήσω να βγω από το δωμάτιο, αν δεν κάνω αυτό για το οποίο με έφερε.

Στο δωμάτιο, η κοπέλα έκανε να βγάλει τα ρούχα της, όταν της ανακοίνωσα ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Ότι δεν μπορώ. Μου απάντησε ότι δεν έχει όλη τη νύχτα για χάσιμο και να αφήσω τις ντροπές.

Αφού της εξήγησα ότι δεν πρόκειται για ντροπή, ζήτησε να μάθει τι συμβαίνει.

Και της είπα, Ευτυχία. Της είπα ότι με περιμένει μια κοπέλα στον Νότο, μια κοπέλα που δεν μοιάζει καθόλου με Νότια, που έχει κόκκινες μπούκλες και δίχρωμα μάτια, ένα γαλάζιο και ένα πράσινο. Ότι είναι Αρχόντισσα και εγώ είμαι Κοινός, και στο Νότο απαγορεύεται ο έρωτας ανάμεσα μας.

Η κοπέλα έμεινε να με κοιτάει και μου έκανε νόημα να καθίσω την άκρη του κρεβατιού. Έκατσε δίπλα μου. Θυμάμαι τα λόγια της, σαν να τα άκουσα χτες.

« Έχουμε καιρό μπροστά μας. Μίλα μου για την κοπέλα σου, μικρέ. Πως τη λένε, από ποιο μέρος του Νότου είναι; Ποια είναι τα σχέδια σας για το μέλλον;»

Της μιλούσα, καλή μου, για ώρα. Όταν ο χρόνος τελείωσε, μου είπε το όνομα της, ότι κάθε φορά που ο θείος μου θέλει να με φέρει σε πορνείο να ερχόμαστε εδώ και να ζητάω μόνο την ίδια. Όλα θα πάνε καλά, μου είπε. «Να φέρεις την Ευτυχία στον Βορρά και να την παντρευτείς. Το αξίζετε, Οδυσσέα.»

Στραπατσάρισε λίγο τα ρούχα μου και μου είπε να τα ξαναφτιάξω πρόχειρα. 'Υστερα, όταν βγήκαμε, είπε χαμογελαστή στον Σέργιο ότι όλα πήγαν καλά.

Αυτό έγινε δύο με τρεις φορές ακόμα. Την τελευταία φορά με την αποτίναξη του ζυγού του θείου μου,με την επικείμενη μετακόμιση μου στον Βορρά, την αποχαιρέτησα. Μου ευχήθηκε κάθε ευτυχία και γέλασε καλοκάγαθα με το λογοπαίγνιο.

Είχα εσένα, έστω μόνο με το φιλί, έστω μόνο με το χάδι...»

Ο Οδυσσέας έπαιρνε βαθιές αναπνοές. Παρά τη δροσιά που χαρακτήριζε πλέον τη μαγιάτικη νύχτα, φαινόταν λουσμένος στον ιδρώτα. Η Ευτυχία σύρθηκε απαλά στην άμμο και έκατσε δίπλα του.

«Σ' αγαπάω, Οδυσσέα. Υπέγραψα την θανατική μου καταδίκη απόψε. Με ημερομηνία εκτέλεσης την πρώτη νύχτα του γάμου μου ή και νωρίτερα, αν καταλάβει κάτι ο πατέρας μου.

Δεν ξέρω τι προτιμώ από τα δύο. Δεν με απασχολεί. Μόνο να ξέρεις ότι σ' αγαπάω.»

«Καμία καταδίκη και κανένας γάμος σου με Άρχοντα δεν θα γίνει. Θα έρθεις μαζί μου στον Βορρά. Πρέπει να έρθεις μαζί μου!»

Η Ευτυχία έβαλε το κεφάλι της στον ώμο του και μίλησε γαλήνια. « Να έρθω μαζί σου... ναι, θα έρθω μαζί σου, θέλω να έρθω μαζί σου.»

Το θέμα ήταν να μην μάθαινε κανείς τίποτα, καθώς η κλωστή που χώριζε τον κόσμο τους από την καταστροφή, ήταν τόσο λεπτή και εύθραυστη που κινδύνευε ανά πάσα στιγμή, να σπάσει.

Τελικά, η κλωστή, απεδείχθη αντάξια των περιστάσεων.



Λοιποοοοοόν, να και το 14ο κεφάλαιο, το οποίο είναι και κάπως μικρό :P Συγνώμη για αυτό, αλλά αν έβαζα λίγο από το 15ο, θα γινόταν κάπως άσχετο.

 Επόμενο κεφάλαιο την Παρασκευή, νομίζω θα είναι και πιο μεγάλο. Τα λέμε :*

Η Δεύτερη Σύζυγος Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα