Κεφάλαιο 35

1K 165 41
                                    


Αν είχαμε πάρει το αεροπλάνο, θα είχαμε φτάσει στο μοναδικό αεροδρόμιο που ενώνει τα νησιά του Νότου με την υπόλοιπη χώρα και από εκεί θα παίρναμε το καραβάκι για το πιο νότιο κομμάτι ξηράς αυτού του συγκροτήματος νησιών. Και τώρα με το πλοίο, αυτή η αλλαγή μεταφορικού μέσου ήταν απαραίτητη. Και συμβολική. Όπως ο Οδυσσέας και η Ευτυχία έφυγαν κυνηγημένοι σχεδόν από το Νότο, έτσι και γυρνούσαν τώρα, θριαμβευτές θα λέγαμε, με τους καρπούς της οικογένειας και της αγάπης που γέμιζε τα χρόνια και την ψυχή τους. Θριαμβευτές μεν, βρεγμένες γάτες δε.

Λογικό. Δεν ήξεραν τι θα αντικρύσουν, τι θα αντιμετωπίσουν. Ο Σπύρος τους επισκεπτόταν συχνά, το ίδιο και ο Ιάσονας, αν και ο δεύτερος πραγματοποιούσε ταξίδια στο Βορρά, σπανιότερα. Ο Αλέξανδρος όμως; Αυτός ο άνθρωπος που απείλησε με θάνατο την Ευτυχία και με εξορία τον Οδυσσέα, που όπλισε το χέρι του Σέργιου, αυτός ο άνθρωπος τράβηξε ένα χι στην όποια ντροπή και πληγωμένη υπερηφάνεια κουβαλούσε;

Αμφέβαλλα τρομερά. Αλλά μέσα στο κεφάλι μου προσπαθούσα να φανταστώ τα πράγματα με μια πιο φωτεινή εκδοχή.

Απασχολημένη με τη σκέψη του Αλέξανδρου, για τον οποίο ήξερα ότι στα νιάτα του ήταν ένας μαυρομάλλης με πράσινα μάτια, ελαφρά μελαχρινός, όπως και ο πατέρας μου, και δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα είναι τώρα στη δύση του, δεν κατάλαβα πότε το καραβάκι μας έφτασε στη νοτιότερη και πιο άγονη μεριά της χώρας. Ο ήλιος, ολοφάνερα πιο δυνατός από ότι στον τόπο γέννησης μου, μας έκαιγε και χαμήλωνα το βλέμμα για να δω τις ακτίνες του να κάνουν καθρέφτη τα κύματα του πελάγους.

Και έφτασε η ώρα. Η γιαγιά και ο παππούς μου επέστρεφαν στον τόπο τους ενώ εγώ, ο πατέρας και ο αδερφός μου, ερχόμασταν για πρώτη φορά σε επαφή με τις ρίζες μας.

Δεν ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που το πόδι μου πάτησε το χώμα του Νότου. Ξερό, κατάξερο χώμα, ανοιχτό καστανό στο χρώμα του, σκόνη κανονική. Δεν μπορούσα να σηκώσω τα μάτια μου από τον έντονο ήλιο και ένας αφόρητα ζεστός αέρας με χτυπούσε στο πρόσωπο. «Τι στο καλό; Η κόλαση είναι εδώ πέρα;» Άκουσα τον αδερφό μου να λέει.

Που να ήξερε μόνο, πόσο μέσα είχε πέσει.

Η Βάσω που είχε γυρίσει νωρίτερα για να κάνει τις ετοιμασίες, πρακτικές και ψυχολογικές φαντάζομαι, μας περίμενε στο λιμάνι. Έτρεξε κοντά μας και μας φίλησε σταυρωτά. Μαζί της ήταν ένας μελαχρινός άντρας, συνομήλικος της, και ένα νεαρό αγόρι που της έμοιαζε πολύ και παρατήρησα ότι είχαν ακριβώς τα ίδια μάτια. Αμυγδαλωτό σχήμα και στο ανοιχτό χρώμα του μελιού, όπως όταν πέφτει από την κερήθρα.

Η Δεύτερη Σύζυγος Where stories live. Discover now