Κεφάλαιο 42

793 146 47
                                    

Παρ' ότι μεσημέρι, ξάπλωσα και με πήρε γρήγορα ο ύπνος, για να ξυπνήσω μία ώρα αργότερα και να ανακαλύψω ότι και ο Αλέξης και ο Οδυσσέας είχαν επίσης κοιμηθεί για μεσημέρι. Δεν μπορούσα να πάρω τηλέφωνο τον Στέργιο για να δω αν έχει πιάσει κάνα λαγό στην υπόθεση ή τον Νεκτάριο για να δω σε τι κατάσταση βρίσκεται, αφ' ενός γιατί δεν έπιανε σήμα, αφ' ετέρου γιατί θα ξυπνούσα τον πατέρα και τον παππού μου.

Έβαλα κάτω τα όποια στοιχεία είχα, σαν κομμάτια πάζλ και κατάλαβα ότι μου λείπουν πολλά ακόμα. Και τότε πήγε το μυαλό μου στο μπουκάλι κρασί που είχα βουτήξει από τον Πύργο της Βάσως και το οποίο είχα κρύψει κάτω από το κρεβάτι μου, για κάθε ενδεχόμενο. Αν το κρασί είχε τίποτα μέσα, δεν θα ήθελα να μπερδευτεί κανείς και να το πιει. Αν πάλι το έβλεπε κανείς στον τρίτο Πύργο, θα έπρεπε να δώσω πολλές εξηγήσεις.

Αναρωτιόμουν αν έκανα καλά που το πήρα και δεν άφησα την αστυνομία να το μαζέψει, από την άλλη κάτι μου έλεγε ότι έκανα την σωστή κίνηση. Το θέμα ήταν το επόμενο βήμα.

Πως θα καταλάβαινα ότι κάποιος έριξε κάτι στο ποτό; Ίσως και αυτό να μην ήταν εφικτό πλέον, καθώς μετά από τρεις μέρες, το φάρμακο ή ότι είχε μέσα το κρασί μπορεί να είχε ξεθυμάνει. Αλλά και να ήταν ακόμα σε ισχύ η ουσία, πως θα το μάθαινα;

Η λύση ήταν μία. Θα έπρεπε να κάνω τον εαυτό μου πειραματόζωο. Και ήμουν υπό συνθήκες κατάλληλες για αυτό. Είχα κοιμηθεί ήδη, οπότε είχα ανακτήσει τις δυνάμεις μου και οι υπόλοιποι κοιμούνταν. Ενώ ένιωθα πιο ασφαλής για να κάνω το εγχείρημα τώρα, στα κρυφά, ήξερα ότι αν αυτοδηλητηριαζόμουν, την είχα άσχημα. Ήμουν πολύ διστακτική στην αρχή, αλλά το πήρα απόφαση. «Δεν βαριέσαι, το νησί έχει κέντρο υγείας. Λογικά θα προλάβω να καλέσω βοήθεια.»

Σήκωσα το μπουκάλι και ήπια σιγά -σιγά, περίπου ενάμιση ποτήρι. Ήταν ζεστό και η γεύση του ήταν πολύ περίεργη, τόσο που με έκανε να μορφάσω. Έβαλα το μπουκάλι στη θέση του και ξάπλωσα, ενώ πήρα το κινητό μου για να παίξω «φιδάκι» και να είμαι έτοιμη για την περίπτωση που το σχέδιο μου πήγαινε στραβά. Ευτυχώς, οι κλήσεις εκτάκτου ανάγκης δεν χρειάζονταν σήμα.

«Έφη! Έφη ξύπνα! Τι έπαθες παιδί μου;! Έφη, ξύπνα το καλό που σου θέλω!» 

Ούτε που κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος, ενώ ξύπνησα με πονοκέφαλο. Δίπλα μου ήταν το παράθυρο του πέτρινου σπιτιού και έξω από αυτό έβλεπα νύχτα. «Το ΄ξερα!» σκέφτηκα και χαμογέλασα, μέχρι να δω τον εξαγριωμένο πατέρα μου πάνω από το κεφάλι μου.

Η Δεύτερη Σύζυγος Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα