Κεφάλαιο 39

959 146 41
                                    



Με την ουρά στα σκέλια και την Ειρήνη υποβασταζόμενη, φτάσαμε στο χωριό και έξω από το σπίτι του Σπύρου. Η Μαρία έβγαλε νευρικά τα κλειδιά από την τσέπη της, όσο εγώ κρατούσα την αδερφή της καθώς δεν δεχόταν από τον Νεκτάριο ούτε χάδι.

Μπήκαμε στο Χωλ και είδαμε την Πηνελόπη καθισμένη στο πάτωμα δίπλα στην Κυριακή που έπαιζε με τουβλάκια και τον Σπύρο με την Σοφία στον καναπέ να συζητούν, ίσως για το βιβλίο που κρατούσε η μικρή στα χέρια της. Μια πολύ όμορφη οικογενειακή στιγμή, που δεν θα την ξαναζούσαν για πολύ καιρό.

«Μαμά!! Μαμά, έλα γρήγορα!!» Η Μαρία μιλούσε έντρομη, καθώς κανένας από την οικογένεια της δεν αντελήφθη ότι μπήκαμε. Τα μάτια της Πηνελόπης έπεσαν στην δεύτερη κόρη της και αμέσως μετά πάγωσαν στην άθλια θέα της πρωτότοκης της.

«Ειρήνη;! Ειρήνη τι... Σπύρο!!» Μα ο Σπύρος είχε παγώσει στη θέση του, όπως και η Σοφία. Μόνο το μικρό έπαιζε ατάραχο σχεδόν, αν και παραξενεμένο από τις ξαφνικές φωνές. Έφτανε να δει τη Ρηνιώ για να αφήσει τα τουβλάκια του και να την κοιτάζει απορημένο.

Ο άντρας του σπιτιού κατέφερε να σηκωθεί από τη θέση του και με τους οφθαλμούς καρφωμένους στην μεγάλη του κόρη, την πλησίασε με γρήγορα βήματα, ρωτώντας τι στο καλό έπαθε.

«Κορίτσι μου, τι έγινε, ποιος το έκανε αυτό;!» Προσπάθησε να ακουμπήσει το πρόσωπο της κόρης του για να δει τι ζημιά έχει γίνει, για να την παρηγορήσει, για να της προσφέρει κάποιο αίσθημα προστασίας αφού δεν μπόρεσε να της προσφέρει πραγματική. Του κακού όμως, η κοπέλα έπαιρνε το κεφάλι της, ίσως από πόνο, ίσως από τρομάρα. Παρατήρησα ότι για κάποιο λόγο, δεν άφηνε άντρα να την αγγίξει.

Και ενώ η Πηνελόπη φώναζε κατατρομαγμένη για να μάθει τι στο καλό έγινε, η Ειρήνη της είπε, με ένα πνιχτό βογγητό σαν νιαούρισμα πονεμένης γάτας, να πάνε μέσα στο δωμάτιο της οι δύο τους, απορρίπτοντας το αίτημα του Σπύρου να έρθει και αυτός.

Πήγανε μέσα, στο βάθος του διαδρόμου του σπιτιού, όλο αριστερά. Η Πηνελόπη δίπλα στην Ειρήνη, να την κρατά από το χέρι μπας και μπορέσει να σταθεί στα πόδια της.

Ο Σπύρος παρακάλεσε, χρησιμοποιώντας τα υπολείμματα ψυχραιμίας που του είχαν μείνει, τη Σοφία να πάρει την Κυριακή και να πάνε μέσα. Με την παράκληση, η μικρή σηκώθηκε μουδιασμένα και έκανε αυτό που της είπε ο πατέρας της. Ύστερα, γύρισε σε εμάς.

Η Δεύτερη Σύζυγος Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα