Κεφάλαιο 25

1.3K 205 20
                                    

Μετά τον παφλασμό, τίποτα. Ο Παύλος και ο γιος του κοιτούσαν το νερό, από το σημείο που είχε εξαφανιστεί το σώμα του Σέργιου, κάνοντας ελαφρύ κυκλικό κύμα που, μετά από λίγο, εξαφανίστηκε και αυτό. Ο Παύλος, μόλις καθάρισε το μαχαίρι του από το αίμα, με τη βοήθεια ενός μαντηλιού το οποίο πέταξε στο ποτάμι, γύρισε προς τον Στέφανο.

«Έλα, πάμε να φύγουμε. Η δουλειά μας εδώ, τελείωσε.»

Ο Παύλος φαινόταν να ήξερε καλά το μέρος. Δεν υπήρχαν φανάρια εκεί, ούτε σπίτια, σωστή ερημιά και πολύ σκοτάδι. Για να μην φας τα μούτρα σου, λοιπόν, έπρεπε να ήξερες προς τα πού να πας.

Όταν έφτασαν λίγο πιο έξω από την πόλη, μετά από ένα τέταρτο περίπου με τα πόδια, ο Στέφανος φάνηκε να είχε όρεξη για κουβέντα ή απλά, ήθελε να λύσει τις απορίες του.

«Μα καλά, πως ήξερες αυτή την περιοχή;»

«Είχα τα τυχερά μου τον πρώτο χρόνο που σπούδαζα. Μετά που παντρεύτηκα τη μάνα σου, στα δεκαεννιά, αυτά κοπήκαν, απλά για να ξέρεις.»

«Ποια τυχερά;»

«Αυτά που ήλπιζα να είχες και εσύ όταν σπούδαζες στη Δύση, αλλά που! Τι ρωτάς και εσύ ώρες-ώρες ρε Στέφανε... Λοιπόν το δύσκολο πέρασε. Το θέμα είναι να χάψει ο Αλέξανδρος το παραμύθι που θα του πούμε.»

«Αν το καταφέρουμε αυτό, που δεν το βλέπω...»

«Α να μου χαθείς, γρουσούζη...» τον διέκοψε ο Παύλος.

Έφτασαν στο σπίτι της Ευτυχίας και του Οδυσσέα, για να βρουν τον δεύτερο να κόβει βόλτες πάνω-κάτω, ακόμα ντυμένος στα μαύρα.

Η πόρτα χτύπησε και ο Οδυσσέας έτρεξε να ανοίξει.

«Σου πάνε τα μαύρα, σαν γαμπρός είσαι ...ή σαν κοράκι, ένα από τα δύο.» είπε ο Παύλος μπαίνοντας.

«Που είναι ο Σέργιος;» ο Οδυσσέας απόρησε όταν είδε την πόρτα να κλείνει και να έχουν μπει μόνο οι δύο από τους τρεις που βγήκαν, και ο Παύλος πέταξε ελαφρώς το μαχαίρι με τη θήκη του στο τραπέζι μπροστά στον νεαρό.

«Ο θείος σου τα τίναξε. Βοηθήσαμε και εμείς σε αυτό. Τι με κοιτάς έτσι; Του έδωσα την ευκαιρία να κοροϊδέψει τον Αλέξανδρο, του είπα ότι η Ευτυχία είναι ζωντανή και μπορούμε να παίξουμε θέατρο ότι μάνα και παιδί πέθαναν και έτσι ο άντρας της Μαρίας να σας άφηνε ήσυχους αλλά όχι. Πιστό σκυλί. Και κακό. Μόνο που στην προκειμένη, είχε ψόφο.»

Ο Οδυσσέας δεν μιλούσε, απλά κοίταζε τον Άρχοντα. Μετά από λίγο και ενώ τα μάτια του είχαν γίνει κεντρί στο πρόσωπο του Παύλου, ο νεαρός άνοιξε το στόμα του.

Η Δεύτερη Σύζυγος Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα