Κεφάλαιο 44

891 149 43
                                    



Είχα φτάσει στον τρίτο Πύργο και μεσημεριάτικα, έκοβα βόλτες πάνω κάτω στο σαλόνι. Είχα τα περισσότερα κομμάτια και μου έλειπαν λίγα αλλά σημαντικά για να σχηματίσω, και να αποκαλύψω, το πραγματικό προφίλ της κατάστασης. Ας πούμε, μου έλειπαν οι αποδείξεις.

Θα μπορούσα να πω στον Στέργιο να μου ταχυδρομήσει τα έγγραφα, αλλά από τη μία δεν θα το δεχόταν με τίποτα, καθότι παράνομο, από την άλλη όχι μόνο δεν θα βοηθούσαν, αλλά μπορεί να βρίσκαμε και μπελά.

«Κάτι άλλο χρειάζομαι, αλλά τι... μια ομολογία. Μια ομολογία που μπορεί να γίνει δημόσια. Αλλά δεν παίζει ο Ιάσονας και η Ειρήνη να το αποκαλύψουν, θα τους πάρουν με τις πέτρες. Αν πείσω την Ειρήνη να... όχι όχι...αν» σκεφτόμουν και σκεφτόμουν μέχρι που άκουσα τον πατέρα μου.

«Τι θα γίνει κορίτσι μου; Θα μας έρθει ναυτία στο τέλος.» ο Αλέξης μου μιλήσε με ύφος κατά το ήμισυ αδιάφορο και κατά το ήμισυ εκνευρισμένο, ενώ διάβαζε μια εφημερίδα. Σταμάτησα, τον κοίταξα και αναρωτήθηκα αν υπάρχει πιθανότητα, τις επόμενες μέρες, η συγκεκριμένη τοπική εφημερίδα να μας έχει στο πρωτοσέλιδο. Ποτέ δεν ξέρεις εδώ πέρα.

Πήγα να απαντήσω και, ευτυχώς, πετάχτηκε ο παππούς μου, γιατί το έβλεπα το πράγμα. Με τα νεύρα που είχα, θα κατέληγα να τσακωθώ με τον πατέρα μου, πράγμα σπάνιο αλλά άμα γίνει, οι τριγύρω πρέπει να φύγουν τρέχοντας και φωνάζοντας «ο σώζων εαυτόν σωθείτω!».

«Έφη, τη βρήκα τη μηχανή του μικρού. Φαντάσου πόσο χάλια ήταν για να την ξέχασε, αυτός τη λατρεύει.»

Την πήρα και κάθισα σε μια καρέκλα δίπλα στον Αλέξη, ο οποίος άφησε την εφημερίδα και άρχισε να με επεξεργάζεται με τα μάτια του, όσο εγώ ασχολιόμουν με την φωτογραφική μηχανή. Τελικά, αποφάσισε να μου μιλήσει. «Τι έχεις μάτια μου; Τι σε έχει πιάσει με αυτήν την ιστορία;»

«Δεν τα μπορώ αυτά τα πράγματα, μπαμπά. Είναι αδικία.»

«Η ζωή είναι άδικη, Έφη. Είκοσι χρονών είσαι, αν μην τι άλλο θα έπρεπε να το είχες καταλάβει.»

Τσακωμός σε 3... 2...1...

Αυτό ήταν!

Τινάχτηκα από τη θέση μου και ο Αλέξης που εκείνη την ώρα είχε σηκώσει το ποτήρι με το νερό για να πιεί λίγο, παραλίγο να πνιγεί.

«Τι έπαθες κορίτσι μου;!» Είπε ενώ παράλληλα έβηχε.

«Η φωτογραφική μηχανή! Είναι από τις καινούριες, τις ψηφιακές*, σωστά;! Αυτό είναι! Αυτό είναι!» Φώναξα με ένα διάπλατο χαμόγελο στα χείλη μου και έτρεξα στον πάνω όροφο του Πύργου, με την μηχανή ανά χείρας και τον Αλέξη να με κοιτάει με ύφος «πάει το παιδί μου τρελάθηκε.», ενώ απευθύνθηκε στον Οδυσσέα.

Η Δεύτερη Σύζυγος Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα