Κεφάλαιο 46

865 149 42
                                    

Η πίσω πόρτα έκλεισε, η Ειρήνη έφυγε. Ο Ιάσονας έτριψε λίγο το μέτωπο του αφήνοντας έναν ήπιο αναστεναγμό κούρασης. Έπειτα, γύρισε στο σαλόνι.

«Είσαι καλά, Οδυσσέα;»

«Πολλές πληροφορίες μαζεμένες... ο Σπύρος; Δεν γίνεται να μην έρθει να σε βρει. Και όλοι ξέρουμε που θα καταλήξει αυτό. Πρέπει να φύγεις!»

«Όπως άκουσες και πριν, πρέπει να σιγουρευτώ ότι τα παιδιά μου είναι ασφαλή. Έχεις γιο και εγγόνια, δεν γίνεται να μην το καταλαβαίνεις αυτό.»

«Το καταλαβαίνω...»

«Ξέρεις, όταν η Ρηνιώ μου ήταν μικρή, έλεγε, από διαβολεμένη σύμπτωση φαντάζομαι, και τον Σπύρο αλλά και εμένα «Μπαμπά». Την πρώτη φορά που την άκουσα, φωτίστηκε ο κόσμος μου. Έβλεπα τον Σπύρο να κοιτάει το παιδί αμήχανα, την Πηνελόπη τρομαγμένα. Και εμένα φωτιζόταν ο κόσμος μου.

Ο πατέρας μου έλεγε στον Σπύρο «Ούτε που καταλαβαίνει ακόμα τι σημαίνει η λέξη. Και είναι αδερφός σου, σαν κόρη του είναι και αυτό." Σαν κόρη του, Οδυσσέα. Σαν κόρη του. Που να ήξερε μόνο ο γέρος!»

Ο Ιάσονας έπιασε το χέρι του παππού μου. «Οδυσσέα... Οδυσσέα, ποιος σκότωσε τον Σέργιο;» Τον είδε να διστάζει και συνέχισε. «Δεν υπάρχει πολύς χρόνος. Θέλω να το ξέρω αυτό. Πες μου, αν γνωρίζεις, ποιος τον σκότωσε.»

«Ο Παύλος. Μαζί με τον Στέφανο... Προστάτευαν την Ευτυχία και τον Αλέξη από αυτόν και τον Αλέξανδρο.»

Ο Ιάσονας τον ελευθέρωσε από τη λαβή του και κατέβασε λίγο το κεφάλι. «Κατά κάποιο τρόπο, ήταν σαν να το γνώριζα.»

«Έχω και εγώ να σε ρωτήσω κάτι. Είπες ότι σκότωσες τον άντρα της μάνας μας. Πως και δεν σ' έπιασαν;»

«Απλό. Το κανόνισε ο Αλέξανδρος. Ουσιαστικά μου έδωσε συγχαρητήρια για το σημάδι μου. Είπε ότι δεν άξιζε, αλλά αν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο για μια Κοινή, τότε κανείς δεν μπορεί να φανταστεί που μπορώ να φτάσω για την τιμή της αρχοντικής οικογένειας.»

«Ο γνωστός Αλέξανδρος...» ο παππούς μου πήγε να πιει λίγο από το ποτήρι αλλά φρέναρε την κίνηση του. «Δεν... δεν πιστεύω...»

Ο συνομιλητής του ανασήκωσε το φρύδι « Τι; Να το έχω δηλητηριάσει; Πρώτον, θα το είχες καταλάβει τόση ώρα. Δεύτερον πίνουμε από την ίδια κανάτα. Τρίτον, θα στο αποδείξω.» Και πήρε το ποτήρι του Οδυσσέα για να πιει μια γουλιά. «Ντάξει τώρα;»

«Ναι... λες ότι αγαπάς εμένα και την Ευτυχία, αλλά μπορούσες να σκοτώσεις τον εγγονό μας. Τι θα είχε γίνει αν κάτι δεν πήγαινε καλά;»

Η Δεύτερη Σύζυγος Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα