Κάτω απ' το δέντρο

819 22 0
                                    

Οι μέρες περνούσαν, αλλά ο πόνος στις ψυχές των κοριτσιών δεν ημέρευε. Η Ασημινα περνούσε μεγάλο μέρος της μέρας στο μοδιστράδικο, τη βοηθούσε να κρατάει το μυαλό της απασχολημένο. Ένας νέος άντρας είχε εμφανιστεί στη ζωή της, αλλά όσο και να τη γοητευε, το επώνυμο του ήταν απωθητικό. Νικηφόρος Σεβαστός, γιος του Δούκα. Κόκκινο πανί για την οικογένεια Σταμιρη. Ο έρωτας, όμως, δε λογαριάζει από οικογενειακές βεντέτες. Η Δροσούλα καταπιάνονταν με τις δουλειές του σπιτιού, το μαγείρεμα και στον ελεύθερο χρόνο της βοηθούσε τον κυρ-Νέστορα. Δεν τη γέμιζε αυτή η ζωή, το ελεύθερο πνεύμα της ταξίδευε σε μέρη πολύ μακριά απ' το Διαφανι που την έπνιγε.
Η Λενιω, ξεγελούσε τον πόνο της δουλεύοντας ολημερίς στα χωράφια. Τα χέρια της ματωναν απ' τις δουλειές, αλλά τίποτα δε συγκρίνονταν με την αιμορραγία στην ψυχή της. Σε όλους έδειχνε ψυχρή και ήρεμη, ότι είχε τον έλεγχο της κατάστασης αλλά όταν ξαπλωνε μόνη στην κάμαρα του πατέρα της παραδιδονταν σε ένα ατέρμονο κλάμα μέχρι που την έπαιρνε ο ύπνος.
Όλες αυτές τις μέρες ο Λάμπρος την είχε συνέχεια στο μυαλό του. Όσες φορές την είδε ήταν από μακριά ή ήταν περιτριγυρισμενη από κόσμο και δεν έβρισκε το κουράγιο να την πλησιάσει. Φοβόταν την αντίδραση της αν προσπαθούσε να της μιλήσει μετά από 10 χρόνια σιωπής και απουσίας.
Εκείνο το μεσημέρι δεν τον χωρούσε ο τόπος. Μόλις σχόλασε, μάζεψε τα πράγματά του και ξεκίνησε μια μεγάλη βόλτα για να ηρεμήσει την αντάρα της ψυχής του. Τα βήματά του τον έβγαλαν έξω απ' το χωριό, στο δρόμο που οδηγούσε στα χωράφια των Σταμιρη.
Η Ελένη, μετά από ένα πολύ κουραστικό πρωινό, έστειλε τους εργάτες και το Φανουρη να ξεκουραστουν και έμεινε στο χωράφι, μόνη, κάτω από το αγαπημένο δέντρο του πατέρα της να φάει και να ησυχάσει. Αποζητουσε όσο τίποτα άλλο λίγες στιγμές μοναξιάς και ησυχίας. Αυτό που πραγματικά είχε ανάγκη ήταν να ξεσπάσει, να αφήσει τον πόνο και το παράπονο να βγουν από μέσα της. Αυτό και έκανε. Καθισμένη κάτω από το δέντρο, κουλουριασμενη σαν να αγκάλιαζε μόνη τον εαυτό της είχε παραδοθεί σε ένα ασταμάτητο λυτρωτικο κλάμα.
Ο Λάμπρος την είδε από μακριά και η καρδιά του κόντεψε να σπάσει. Η θέα της αγαπημένης του, αδύναμης, μόνης, να κλαίει γοερά τον τσάκισε. Έφτασε γρήγορα κοντά της, περπατώντας όσο πιο ελαφριά μπορούσε για να μην την τρομάξει.
Το ένστικτο, η καρδιά της ερωτευμένης γυναίκας την έκαναν να γυρίσει απότομα προς τη μεριά του. Πάγωσε. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε μετά από τόσα χρόνια τόσο κοντά, και η πρώτη φορά που ήταν μόνοι τους.
Τι θες εσύ εδώ;; Φύγε!!! Του φώναξε.
Η αντίδραση της τον πάγωσε.
Λενιω μου,δεν ήθελα να σε τρομάξω, ήθελα μόνο να..  Ψέλλισε
ΜΟΥ;;; Πάψε να βρωμιζεις τις λέξεις. Δεν είμαι "σου" και σου απαγορευω να με λες "Λενιω". Για του ξένους είμαι η Ελένη Σταμιρη. Του απάντησε με οργή
Ξένος εγώ, κορίτσι μου;; Κοίταξε με, είμαι ο Λάμπρος σου.
Ο Λάμπρος μου, πέθανε πριν 10 χρόνια, εσένα δε σε ξέρω και ούτε θέλω να σε μάθω. Φύγε.
Η οργή της τον τσακιζε, αλλά ηταν έτοιμος να δεχτεί τα πάντα προκειμένου να περάσει λίγα λεπτά πλάι της.
Έκανε να την πλησιάσει αλλά η Ελένη τον απωθησε ουρλιαζοντας
"Φύγε, μη με ακουμπήσεις" ξεσπωντας σε ένα γοερο κλάμα. Καθισμένη οκλαδον, έκλαιγε με αναφιλητα και το κορμί της τρανταζονταν από δυνατούς λυγμούς.
Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά έκατσε πλάι της και την χαϊδέψε απαλά στα μαλλιά. Η μεταξένια αίσθηση τους σκόρπισε ρίγη σε όλο του το σώμα. Εκείνη δεν αντέδρασε στο άγγιγμα του. Πήρε θάρρος από την απραξία της και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Μόλις άγγιξε το σώμα του και μύρισε το άρωμα του, παρέλυσε. Όλες οι θύμησες του παρελθόντος την κατεκλυσαν. Αδύναμη παραδόθηκε στη μοίρα της και κουλουριαστηκε στην αγκαλιά του. Έκλαψε απελευθερωμενη από κάθε αντίσταση, για ώρα. Τον διέλυε η αδύναμη εικόνα της, χαιδευε συνεχώς τα μαλλιά, την πλάτη και τα χέρια της και τις ψιθυριζε..
Κλάψε καρδιά μου, βγάλτο από μέσα σου. Εγώ είμαι εδώ. Ηρέμησε ψυχή μου. Σώπασε..
Δεν κατάλαβαν πόση ώρα ήταν έτσι σφιχταγκαλιασμενοι κάτω από το δέντρο. Όταν ηρέμησε, σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε με τα μεγάλα θλιμμένα ματιά της πρησμένα από το κλάμα. Την άγγιξε τρυφερά στο πρόσωπο, σκούπισε τα δάκρυα απ τις άκρες των ματιών της και πλησίασε τα χείλη του στα δικά της. Δεν αντιστάθηκε. Ήταν μάταιο. Παραδόθηκαν και οι 2 σε ένα απαλό, τρυφερό φιλί που όσο περνούσε η ώρα γίνονταν επιτακτικό, παθιασμένο, απελπισμένο. Το φιλί και οι αγκαλιές τους είπαν όσα φοβόταν να ξεστομισουν τόσες μέρες. Ρουφουσαν αχόρταγα ο ένας τη γεύση του άλλου και αγκαλιαζονταν όλο και πιο σφιχτά. Μετά από αρκετά λεπτά, προσπαθώντας να βρουν τις ανάσες τους κοιταχτηκαν ξανά βαθειά μέσα στα μάτια. Σα να ξύπνησε από λήθαργο, τον κοίταξε, άγγιξε τα χείλη του με τα δάχτυλά της, σηκώθηκε από δίπλα του και έφυγε σαν κυνηγημένη. Έμεινε καθιστός να την κοιτάει να ξεμακραινει, αδύναμος να τη φωνάξει, αδύναμος να αντιδράσει και αδύναμος να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις συμβεί..

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα