Ο Ρωμαίος της & Η Ιουλιέτα του

825 18 2
                                    

Η Ελένη χαιδεψε νευρικά τη βέρα της, δεν της πήγαινε καρδιά να τη βγάλει. Δεν είχε όμως διάθεση για φασαρίες και αναγκάστηκε να την αντικαταστήσει. Το μυαλό της πήγε στο Λάμπρο, θα θυμόταν άραγε πως έπρεπε να αλλάξει τη βέρα του ή θα το ξεχνούσε και θα είχε μπελάδες; Ξάπλωσε με το μυαλό και την έννοια της σε εκείνον. Δεν τη χωρούσε το κρεβάτι της εκείνη τη νύχτα, πρώτη φορά το ένιωθε ξένο, το σπίτι της την επνιγε. Κρεβάτι της πια ήταν η αγκαλιά του, σπίτι της το σώμα του.
Ο Λάμπρος γύρισε στο σπίτι του με βαριά καρδιά. Τους βρήκε καθισμένους στο σαλόνι. Η Θεοδοσία τον έκλεισε στην αγκαλιά της πάρα την αδιαφορία που εισεπραττε από τη μεριά του. Ο Μιλτιάδης παρακολουθούσε με θλίψη τη σκηνή. Δεν άντεχε να ακούει τις ερωτήσεις της για τον υποτιθέμενο γάμο, ούτε να της αραδιάζει ένα σωρό ψέματα. Προφασιστηκε τον κουρασμένο και πήγε στο δωμάτιό του Γιάννου να ξαπλώσει. Ευτυχώς, θυμήθηκε να αλλάξει τη βέρα του λίγα δευτερόλεπτα πριν μπει στο σπίτι και απέφυγε δύσκολες εξηγήσεις.
Το επόμενο πρωί πέρασε από το σπίτι της Ελένης. Χτύπησε την πόρτα της γιατί δεν ηξερε ποιον μπορεί να έβρισκε μέσα. Μόλις τον είδε έπεσε στην αγκαλιά του και αναζήτησε τα χείλη του.
~Ήρθες, επιτέλους ήρθες, σε περίμενα πως και πως.
~Γιατί, καρδούλα μου, έγινε κάτι; Έπαθες τιποτα; Το παιδί;
~Όχι, όχι, μην ανησυχείς. Μια χαρά είμαστε και οι 2. Μου λειψες, ήταν δύσκολο το πρώτο βράδυ χωρίς εσένα.
~Εδώ είμαι, κορίτσι μου, είπε και τη φίλησε στοργικά στο μέτωπο.
~Λάμπρο, θέλεις να φάμε μαζί πρωινό; τον ρώτησε με λαχτάρα
~Θέλω, ψυχή μου, είπε και και την ακολούθησε στην κουζίνα για να τη βοηθήσει να ετοιμάσει το πρωινό τους.
~Έχω ανάγκη να κάνουμε πράγματα μαζί, να έχω μια ψευδαίσθηση ότι όλα είναι φυσιολογικά.
Πέρασε τα χέρια του γύρω από το σώμα της και την αγκάλιασε σφιχτά.
~Είμαι εδώ και θα είμαι συνέχεια. Και αν ποτέ νιώσεις ότι δεν αντέχεις και θέλεις να φύγουμε μου το λες και το επόμενο λεπτό έχουμε εξαφανιστεί. Θέλω να το θυμάσαι αυτό, καρδιά μου.
Εγνεψε καταφατικά και έκρυψε το κεφάλι της στην καμπύλη του λαιμού του. Μετέφεραν στο τραπέζι τα καλουδια της κυρίας Ευγενίας και η Ελένη έψησε τα καφεδάκια τους. Την τράβηξε απαλά από το χέρι και την έβαλε να καθίσει στα πόδια του. Έτσι αγκαλιασμενοι σφιχτά έφαγαν το πρωινό τους, παγωνοντας το χρόνο και τα προβλήματά τους. Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα τους έκανε να πεταχτούν επάνω. Ο Λάμπρος κρύφτηκε στο δωμάτιο της Δρόσως και η Ελένη άνοιξε δειλά. Η καρδιά της ήρθε στη θέση της όταν αντικρυσε την κορούλα του Φανούρη που μαζί με δυο φίλες της ήρθε να της πει τα κάλαντα των Φώτων. Άκουσε τα κάλαντα με χαρά, γέμισε φιλιά το αγαπημένο της κοριτσάκι και φούσκωσε το πουγκί τους με μπόλικα γλυκά και σοκολατακια. Ο Λάμπρος, κρυμμένος πίσω από το μπουφεδακι την έβλεπε με λατρεία. Αυτή η γυναίκα ήταν γεννημένη για να γίνει μάνα και να χαρίζει απλόχερα την αγάπη της σε μικρά ανθρωπάκια. Συνέχισαν το πρωινό τους και ευχαριστήθηκαν τις αγκαλιές και τα χάδια τους.
~Αγάπη μου, πρέπει να φύγω. Έχω μια υποχρέωση που δε μπορώ να την αναβάλλω. Θα έρθω μετά να σε ξαναδώ.
~Λάμπρο, έλα απόψε να κοιμηθείς εδώ, σε παρακαλώ.
Ήταν η πρώτη φορά που του ζητούσε κάτι τόσο έντονα. Ένιωσε την ανάγκη της να νιώσει ασφάλεια και ηρεμία δίπλα του και της υποσχέθηκε πως το βράδυ θα το περνούσαν μαζί.
Η υποχρέωση του Λάμπρου δεν ήταν άλλη από μια μεγάλη κουβέντα με τη Θεοδοσία. Της πρότεινε μια βόλτα ως την άκρη του χωριού με σκοπό να της μιλήσει ξανά για την πορεία της σχέσης τους.
~Θεοδοσία, το βλέπεις πως δεν πάμε καλά, δεν είμαστε ζευγάρι εδώ και καιρό. Δε συζητάμε, δε μοιραζόμαστε τις έννοιες μας, δεν κοιμόμαστε μαζί, δεν κάνουμε έρωτα. Δε μας δένει τίποτα πια. Γιατί επιμένεις να συνεχίζουμε αυτόν τον αποτυχημένο γάμο;
~Επειδή σ' αγαπάω και όσο και να με απομακρύνεις δεν παυω να σε αγαπώ και να προσπαθώ να φτιάξω τη σχέση μας. Αλλά εσύ αδιαφορείς.
~Κορίτσι μου, λυπάμαι πολύ για την πορεία του γάμου μας και για όλα τα όνειρα σου που ναυαγησαν αλλά δεν έχει νόημα να το συντηρούμε άλλο όλο αυτό.
~Για μένα έχει. Σε αγαπώ και σε θέλω δίπλα μου.
~Τι θέλεις ρε Θεοδοσία; Έναν άντρα που δε σε αγαπάει; Που είστε απλοί συγκάτοικοι; Που του έχει τελειώσει καθετί ερωτικό για σένα; Δε σου αξίζει αυτό, κορίτσι μου. Έλα να βγάλουμε το διαζύγιο και να τραβήξει καθένας το δρόμο του. Είσαι νέα, όμορφη, άξια γυναίκα θα βρεθεί στο δρόμο σου ένας άντρας που να σου αξίζει.
~Ένας άντρας που να μου αξίζει, όπως μου άξιζες και συ;
~Έχεις δίκιο ότι και να πεις, σου ζητώ συγγνώμη χίλιες φορές, νιώθω φρικτά για τα συναισθήματα μου, αλλά ποιος μπορεί να ελέγξει την καρδιά του;
~Να μάθεις να την ελέγχεις Λάμπρο, γιατί εγώ δεν πρόκειται να χωρίσω, ουτε να γυρίσω στο χωριό μου και να με δείχνουν όλοι με το δάχτυλο.
~Μη γυρίσεις εκεί αν δε θέλεις, θα σε στηρίξω οικονομικά εγώ. Ζήσε στη Λάρισα, στην Καρδίτσα, όπου θέλεις και φτιάξε τη ζωή σου όσο καλύτερα μπορείς.
~Έχεις άλλη έτσι; Έχεις γκομενα, γι' αυτό θες να με διώξεις, για να την παντρευτείς. Ποια είναι; Πες μου.
~Θεοδοσία ηρέμησε και μην κάνεις σενάρια. Μιλάμε για τη μεταξύ μας σχέση, και αυτή έχει τελειώσει. Γι' αυτό δε φταίει κανένας άλλος πέρα από εμάς.
~Εμάς;; Εμάς;; Εγώ σε τι φταίω Λάμπρο; Τι έκανα λάθος; Σε ακολούθησα σε ένα ξένο μέρος, στέκομαι στο πλάι σου σπαθί, όλη μέρα καθαρίζω και μαγειρεύω για να μη σας λείψει τίποτα. Πού ακριβώς φταίω;
~Θεοδοσία, μη με αναγκάζεις να γίνω σκληρός και να πω πράγματα που δε θέλω. Πάμε πίσω στο σπίτι και σκέψου καλά όσα σου είπα. Η υπομονή μου σώνεται.
~Δε θα πάμε πουθενά. Εδώ θα κάτσεις να μου πεις το λάθος μου.
~Δεν το ξέρεις; Να στο θυμίσω λοιπόν, εγώ. Θυμάσαι πώς φτάσαμε στο γάμο Θεοδοσία;; Να στο θυμίσω εγώ. Ήμασταν ποτέ ερωτευμένο ζευγάρι που βρισκόταν κρυφά και μοιράζονταν στιγμές ευτυχίας;; Όχι. Σου είπα εγώ ποτέ ότι σε θέλω; Όχι. Τι έκανες λοιπόν; Ήρθες στο σπίτι μου χωρίς να σε καλέσω, με πρόσχημα το λικέρ που έφτιαξες, με ποτισες για τα καλά και άρχισες να γδύνεσαι μπροστά μου. Έτσι καταλήξαμε στο κρεβάτι. Την επόμενη μέρα οι γονείς σου που το έμαθαν "τυχαία" από εσένα, γιατί το έγκλημα ήταν προμελετημενο ήρθαν και απαίτησαν να σε αποκαταστήσω. Με απείλησε μάλιστα η μητέρα σου πως αν δεν το κάνω θα το μάθει όλο το χωριό. Αυτή ήταν Θεοδοσία η δική μας ερωτική ιστορία. Αυτή ήταν η αγάπη μας. Μια καλοστημένη παγίδα και ένας ωμός εκβιασμός. Και δε θα σου πω ότι δεν εχω ευθύνη. Έχω και μάλιστα μεγάλη. Ήταν τραγικό μου λάθος που σου άνοιξα την πόρτα, που ήπια το λικέρ, που ξάπλωσα μαζί σου χωρίς να σε θέλω. Ήταν ένα ολεθριο λάθος και το πληρώνω 4 χρόνια τώρα. Αλλά ως εδώ, δε θα θυσιάσω όλη μου τη ζωή πλάι σε μια γυναίκα που δεν αγαπώ για μια κακή στιγμή.
Τα λόγια του της έκοψαν την ανάσα. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Αυτό ήταν, λοιπόν, για εκείνον; Μια εκβιαστρια, μια κακή στιγμή. Μισούσε τον εαυτό της όλα αυτά τα χρόνια για τον ανορθόδοξο τρόπο που διάλεξε να τον φέρει στην αγκαλιά της αλλά πίστευε πως το είχαν ξεπεράσει. Τίποτα δεν είχαν ξεπεράσει. Και η αλήθεια ήταν ένα δυνατό χαστούκι στην ήδη καταρρακωμενη ψυχολογία της. Τα λόγια του τη γέμισαν μίσος και οργή. Θα τον έκανε να το πληρώσει ακριβά. Ήταν πεπεισμένη πως κατά βάθος ο Λάμπρος την αγαπούσε, κάποια άλλη του χε κλέψει το μυαλό και τον έπαιρνε από κοντά της, θα την έβρισκε και θα την έκανε να πληρώσει που τόλμησε να σηκώσει τα μάτια της στον άντρα της.
Γύρισαν στο σπίτι, ο Λάμπρος οργισμένος κλείστηκε στο δωμάτιο του αγνοώντας την τελείως. Ήθελε να ηρεμήσει για να πάει χαλαρός το βράδυ στην Ελένη και να μην της βάλει υποψίες. Η ψυχολογία της ήταν πολύ εύθραυστη για εντάσεις.
Στο σπίτι της Ελένης υπήρχε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα. Οι δύο αδερφές με τη συνοδεία του ραδιοφώνου έφτιαχναν τη "φωτιτσα", ένα ψωμί που η παράδοση έλεγε οτι πρέπει να το φτιάχνουν οι νοικοκυρές την Παραμονή των Φώτων. Κάτι μέσα της δεν την άφηνε να ηρεμήσει, ένα παράξενο κακό προαίσθημα. Δεν είπε τίποτα στη Δρόσω για να μην την ανησυχήσει. Όσο νυχτωνε αποφάσισε να μιλήσει στη μικρή για τη βραδινή επίσκεψη.
~Δρόσω μου, κάτσε λίγο μαζί μου, θέλω να σου πω κάτι.
~Τι έγινε Λενάκι μου;
~Ζήτησα από το Λάμπρο να έρθει απόψε στο σπίτι, να κοιμηθούμε μαζί. Συγγνώμη αδερφή μου, συγγνώμη. Ξέρω πως είναι λάθος, πως είμαι απαράδεκτη που τον φέρνω εδώ με εσένα στο σπίτι, αλλά έχω την ανάγκη απόψε να είναι μαζί μου. Συγχώρεσε με, σε παρακαλώ. Αν πάλι, νιώθεις άσχημα θα του πω να μη μείνει, θα τον δω λίγο στην αυλή και θα του ζητήσω να φύγει.
~Λενιω μου, τι κουβέντες είναι αυτές; Μου ζητάς την άδεια για να φέρεις στο σπίτι το Λάμπρο; Φυσικά και δεν έχω κανένα πρόβλημα. Πάω σιγά σιγά στο δωμάτιο μου, να ξεκουραστώ. Να ετοιμαστείς και συ.
Τη φίλησε γλυκά στο μάγουλο και την καληνύχτισε.
~Αααα, Λενάκι να σου πω
~Τι;
~Θα φορέσω ωτοασπίδες, μην αγχωθείς, εκφραστείτε ελεύθερα
~Δρόσω πάψε και εξαφανίσου,της φώναξε κατακόκκινη από ντροπή.
Λίγη ώρα μετά ο Λάμπρος περνούσε το κατώφλι του Σταμιρεικου, πήρε το κλειδακι από το βασιλικό και μπήκε στο σπίτι. Η απογευματινή σύγχυση και η λαχτάρα του να δει την Ελένη δεν τον βοήθησαν να καταλάβει πως σε όλη τη διαδρομή είχε ξωπίσω του έναν άνθρωπο, κρυμμένο καλά με το παλτό και τη μαντίλα του, τη Θεοδοσία. Η Θεοδοσία είχε μάθει για κάποια σχέση Λάμπρου ~ Ελένης όταν ήταν παιδιά αλλά δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. Ακόμα και τώρα αδυνατούσε να πιστέψει πως ο άντρας της έχει σχέση με μια παντρεμένη και μάλιστα σε ενδιαφέρουσα. Ανοίγοντας την πόρτα η Ελένη έπεσε στην αγκαλιά του, την κράτησε σφιχτά πάνω του, σηκώνοντας την από το έδαφος. Τα γέλια της ακούστηκαν δυνατά. Την κόλλησε στην πόρτα παίρνοντας λαίμαργα το φιλί της. Έντονα φιλιά και χάδια έκαναν την παλιά πόρτα του Σταμιρεικου να τρίζει.
~Όχι εδώ, ψυχή μου, πάμε στην καμαρη μου, πρόλαβε να ψιθυρισει πριν η μανία του τη γδύσει πάνω στην πόρτα.
Τη σήκωσε στην αγκαλιά του, σαν πριγκίπισσα, και ξεκίνησε για το δωμάτιο. Το γέλιο της γάργαρο και δυνατό ήταν μια αδιάσειστη απόδειξη του τι συνέβαινε μεταξύ τους, για τη Θεοδοσία που τους κρυφακουγε με κομμένη την ανάσα πίσω από την πόρτα. Έφερε ενα γύρο το σπίτι και διαπίστωσε πως μόνο στην καμαρη της Ελένης υπήρχε αναμμένη λάμπα, επιβεβαιωνοντας έτσι ποια ήταν η γυναίκα που της έκλεψε τον άντρα. Έτρεμε ολόκληρη από την ταραχή, το μυαλό της δε μπορούσε να χωρέσει πως μια παντρεμένη γυναίκα απατάει τον άντρα της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της. Δε μπορούσε να δεχτεί πως ο Λάμπρος προτίμησε εκείνη πάρα αυτή. Αποφάσισε να μείνει εκεί, να δει μέχρι που φτάνει το θράσος τους.
Την ίδια στιγμή μέσα στην καμαρη, το ζευγάρι έκλεισε την πόρτα σε όλα τα προβλήματα και τις έννοιες. Όταν ήταν οι δυο τους δεν υπήρχε χώρος και χρόνος για κανέναν άλλον. Κρατώντας την στην αγκαλιά του μπήκε στο δωμάτιο, κάθισε στο κρεβάτι και παραδόθηκαν σε ένα φιλί γεμάτο πάθος και λαχτάρα. Ο εκνευρισμός του από τον καβγά με τη Θεοδοσία και η ένταση της από το κακό προαίσθημα που τη βασάνιζε όλη τη μέρα τους έκαναν να επιθυμούν την ένωσή τους με μανία. Μόνο όταν τα κορμιά τους γίνονταν ένα, ηρεμουσαν. Ξεκουμπωνε το παντελόνι και το πουκάμισο του άτσαλα, ξηλωνοντας τα κουμπιά που αντιστεκονταν στα δάχτυλά της. Ρουφουσε το λαιμό της αχόρταγα και με μια απότομη κίνηση της έβγαλε τη ρόμπα, αφήνοντάς την να πέσει στο πάτωμα. Τα κορμιά τους φλεγονταν. Τη γύρισε στην αγκαλιά του, ακουμπώντας την πλάτη της στο στερνό του, θέλοντας να της κάνει έρωτα πιέζοντας όσο το δυνατόν λιγότερο την κοιλιά της. Κατέβασε τις τιράντες του νυχτικου της και ελευθέρωσε το στήθος της. Τα δάχτυλά του γέμισαν από κείνο, κάνοντας την να σπαρταραει με το κεφάλι της γερμενο πάνω του. Τα χείλη άφηναν τα σημάδια του έρωτά του στο λαιμό της. Σήκωσε το νυχτικο και αφαίρεσε βιαστικά το εσώρουχο της. Το φευγαλέο άγγιγμα του στο ευαίσθητο σημείο της σκόρπισε την κραυγή της ηδονής της σε όλο το δωμάτιο. Την ανασηκωσε ελαφρά για να δώσει εκείνη στην επαφή τους το ρυθμό και την ένταση που αντέχει. Καρφώθηκε πάνω του με λύσσα. Τον ενθουσίασε η ένταση που αποζητούσε το κορμί της. Ανεβοκατεβαινε πάνω του σαν τρελή, φλεγόμενη από την επιθυμία της για εκείνον. Όταν οι αντοχές της άρχισαν να την εγκαταλείπουν την κράτησε σφιχτά πάνω του και με δυνατές κινήσεις ολοκλήρωσε την επαφή τους προκαλώντας ρίγη ηδονής στα κορμιά τους. Χωρίς να την αφήσει από τα χέρια του και χωρίς να βγει από μέσα της ξάπλωσε πίσω στο κρεβάτι. Μείναν έτσι κολλημένοι μέχρι να βρουν τις ανάσες τους και να ξαπλώσουν πιο βολικά. Γυμνός , ιδρωμένος, με τη Λενιω ξαπλωμενη επάνω του, χωμένη στην αγκαλιά του και τα μαλλιά της απλωμένα στην πλάτη της και το στερνό του χάζευε από το παράθυρο της το ολογιομο φεγγάρι.
~Ψυχή μου, τι έχεις; Σε βασανίζει κάτι;, τον ρώτησε αφήνοντας υγρά φιλιά στο στήθος του.
~Τίποτα, κορίτσι μου, πώς σου ήρθε;
~Σε νιώθω ταραγμένο, ανήσυχο. Δεν πήγε καλά η συνάντηση που είχες;
~Όχι, καρδούλα μου, όλα μια χαρά είναι. Ιδέα σου είναι., την καθησυχασε φιλωντας απαλά την κορυφή των μαλλιών της. Εσύ, είσαι λίγο αφηρημένη, ή έτσι μου φαίνεσαι;
~Όχι, όχι, είμαι πολύ καλά. Πώς να μην είμαι όταν σε έχω εδώ;
Της άφησε ένα τρυφερό φιλάκι στη μύτη και την έκρυψε στην αγκαλιά του. Έκρυψαν και οι δυο τους φόβους και τις έγνοιες τους για να μην πληγωσουν το άλλο τους μισό. Έμειναν να χαζεύουν αγκαλιασμενοι το φεγγάρι, το σύμμαχο τους στις μυστικές τους συναντήσεις.
~Λενιω μου, θυμάσαι;
~Τι πράγμα, καρδιά μου;

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα