"Δεν Είστε ΤΙΠΟΤΑ"

708 17 0
                                    

Στα μισά της νύχτας, πάνω που κατάφερε να κλείσει για λίγο τα μάτια του, ξύπνησε από τις φωνές της.
~Το μωρό, το μωρό μου , ούρλιαζε ανάμεσα στους λυγμούς της., τράβηξε τα σκεπασματα τους με δύναμη και κοίταξε ανάμεσα στα πόδια της.
Άνοιξε τα μάτια του και σηκώθηκε κι αυτός μαζί της. Κοίταξε το σεντόνι κάτω από τα πόδια της, δεν υπήρχε η παραμικρή κηλίδα αίματος. Την έπιασε απ ' τους ώμους και την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του.
~Ηρέμησε καρδούλα μου, ηρέμησε. Ένας εφιάλτης ήταν, δεν έγινε στην πραγματικότητα. Το μωράκι μας είναι μια χαρά, μεγαλώνει μέσα σου.
Τη φιλούσε στοργικά στο μέτωπο και χαϊδευε την πλάτη και τα χέρια της για να την ηρεμήσει. Μάζεψε τα μαλλιά που έπεφταν στο πρόσωπο της και άγγιξε απαλά το περίγραμμα της. Δεν του μιλούσε, μόνο έτρεμε ολόκληρη και κρατούσε την κοιλιά της. Κάθισε πίσω και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Κουρνιασε μέσα στο κορμί του. Έμπλεξαν τα δάχτυλά τους πάνω στην κοιλιά της..
~Ησύχασε, ματάκια μου, μια χαρά είναι το ανθρωπάκι μας. Είσαι ταραγμένη, ψυχή μου, και είδες ένα κακό όνειρο. Ξάπλωσε στην αγκαλιά μου και κλείσε τα μάτια σου. Είμαι εγώ εδώ, κανείς δε θα σε αγγίξει, κανείς δε θα σας πειράξει.
~Δε θέλω να το χάσω, Λάμπρο. Φοβάμαι. Αυτό δε φταίει σε τίποτα. Φοβάμαι. Αν μου πάθει κάτι..
~Τίποτα δε θα πάθει ψυχούλα μου, μη φοβάσαι, ξεκουρασου στην αγκαλιά μου. Αν έχεις αμφιβολίες θα σε πάω εγώ το πρωί στο νοσοκομείο να σε δει ο γιατρός. Ε, τι λες;
~Θα έρθεις μαζί μου;
~Φυσικά και θα έρθω, κορίτσι μου, φυσικά. Έλα, κλείσε τα ματάκια σου τώρα και μη σε νοιάζει τίποτα, εγώ είμαι εδώ για όλα. Πάω να σου φέρω λίγο νεράκι, να δροσιστείς.
~Όχι, μη, μη φύγεις, μη μ' αφήσεις ούτε λεπτό., είπε με τρόμο και τύλιξε το κορμί της με τα χέρια του. Μαζεύτηκε σαν κουβαρακι στην αγκαλιά του, στο μόνο σημείο που ένιωθε ασφαλής.Έτσι σφιχτά αγκαλιασμενοι κατάφεραν να κοιμηθούν λίγες ώρες.
Ξύπνησε με το πρώτο φως του ήλιου, ξημερωνε 7 Γενάρη, τα σχολεία άνοιγαν και ο δάσκαλος έπρεπε να βρεθεί στο πόστο του. Προσπάθησε να την αφήσει όσο πιο απαλα μπορούσε επάνω στο σωρό των μαξιλαριων που είχε στην πλάτη του. Χαιδεψε απαλά το πρόσωπο της και της άφησε ένα γλυκό φιλί στα χείλη. Ισιωσε τα ρούχα του που είχαν τσαλακωθει, έφτιαξε τα μαλλιά του και βγήκε από την καμαρη της. Το τρίξιμο της πόρτας την ξύπνησε.
~Λάμπρο, την άκουσε να φωνάζει
Ξαναμπηκε μέσα και βρέθηκε στο πλάι της.
~Κοιμήσου ομορφιά μου, είναι νωρίς ακόμα.
~Πού πας, μ' αφήνεις;
~Ανοίγει σήμερα το σχολείο, κορίτσι μου, το ξέχασες; Θα πάω και μολις τελειώσω θα έρθω από δω. Δε θα αργήσω, ένα τρίωρο θα κάνω για πρώτη μέρα και μετά θα τα στείλω σπίτια τους. Μολις φύγουν, θα έρθω εδώ, θα σε πάρω και θα πάμε στο νοσοκομείο για να σε δει ο γιατρός και να μας διαλυθούν όλες οι αμφιβολίες. Εντάξει ψυχή μου; Μια χάρη θέλω μόνο. Μη σηκωθείς από το κρεβάτι, σε παρακαλώ. Άσε τη Δρόσω να σε περιποιηθει. Μου το υποσχεσαι;
Του εγνεψε καταφατικά, φιληθηκαν γλυκά στα χείλη, Χαιδεψε τα μαλλιά της μια τελευταία φορά και έφυγε.
Βγαίνοντας έξω είδε τη Δρόσω που ετοίμαζε το πρωινό τους, τον διαβεβαίωσε πως δε θα έφευγε από το πλάι της και του θύμισε πως απόψε το βράδυ θα γύριζε ο Ζάχος. Το είχαν ξεχάσει. Η ψυχολογία της ήταν τόσο εύθραυστη που η επιστροφή του ήταν η χειρότερη εξέλιξη.
Στο σχολείο, η αγάπη των μαθητών του, οι αγκαλιές και οι ιστορίες τους τον βοήθησαν να ξεχαστεί. Τα παιδιά τον λάτρευαν, ήταν ο καλύτερος δάσκαλος που είχε περάσει ποτέ από το χωριό τους. Δέχτηκαν με ενθουσιασμό την απόφαση του να κάνουν μόνο ένα τρίωρο για πρώτη μέρα και χοροπηδουσαν γύρω του σα μικρά καλικαντζαρακια. Βγαίνοντας από το σχολείο έπεσε πάνω στον πατέρα του.
~Λάμπρο, που είσαι αγόρι μου; Λείπεις 24 ώρες από το σπίτι, τι πράγματα είναι αυτά;
~Πατέρα, έχεις δίκιο. Έπρεπε να σε είχα ενημερώσει. Δεν το σκέφτηκα, δεν ήταν καλά η Ελένη, είχε αιμορραγία και φοβήθηκα πολύ.
~Είναι καλά τώρα; Πώς έγινε αυτό;
~Η Θεοδοσία, πατέρα, μας παρακολουθησε, τα έμαθε όλα, πήγε στο σπίτι της και τη χτύπησε πολύ.
~Δεν το χωράει ο νους μου, η Θεοδοσία μας;; Ο πιο ήρεμος άνθρωπος του κόσμου;
~Αστην αυτήν προς το παρόν, μην της πεις κουβέντα σε παρακαλώ. Προέχει η Ελένη, θα την πάω στο νοσοκομείο να δούμε πως είναι. Όταν τελειώσω με όλα αυτά θα ασχοληθώ μαζί της.
Ο Μιλτιάδης έφυγε βαθειά προβληματισμενος, ήξερε καλά πως αυτές οι περίπλοκες καταστάσεις έχουν πάντα κακή κατάληξη.
Έφτασε στο σπίτι και βρήκε την Ελένη να τον περιμένει ανήσυχη. Είχε ντυθεί με τη βοήθεια της Δρόσως και ήταν έτοιμη για να πάνε στο νοσοκομείο. Την κατέβασε μέχρι το αυτοκίνητο στην αγκαλιά του για να μην την ταλαιπωρήσει, η Δρόσω έκατσε πλάι της για να την υποστηρίζει. Μπήκαν στο νοσοκομείο και την οδήγησαν αμέσως στη μαιευτική πτέρυγα, οι γιατροί την πήραν μέσα αφήνοντας τη Δρόσω και το Λάμπρο σε αναμμένα κάρβουνα. Η ώρα περνούσε αργά και βασανιστικά. Κόντευε 1,5 ώρα που είχαν μέσα την Ελένη και την εξέταζαν και κανείς δεν τους ενημέρωνε για την κατάσταση της. Η Δρόσω σταματούσε κάθε νοσηλεύτρια που έβλεπε αλλά καμία δεν είχε κάτι να της πει. Ένα δίωρο μετά βγήκε ο μαιευτήρας,και οι δύο έτρεξαν κοντά του.
~Είστε ο κύριος Λυκογιαννης, ο σύζυγος της επιτοκου;
Ο Λάμπρος πάγωσε, δεν ήξερε τι να απαντήσει. Η άμεση επέμβαση της Δρόσως τον έβγαλε από την άβολη θέση.
~Γιατρέ, ο σύζυγός της λείπει σε άσκηση. Είμαι η αδερφή της και ο κύριος είναι συγγενής μας. Πείτε μας τι συμβαίνει;
~Είχε κάποια πτώση εχθές από ότι μου είπε, η απότομη αυτή επαφή με το έδαφος προκάλεσε ρήξη σε ένα ομφαλικο αγγείο. Σε αυτό οφείλεται και η αιμορραγία. Τη σταματήσαμε προς το παρόν αλλά θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική. Δεν πρέπει να σηκώνει βάρη, δεν πρέπει να ταράζεται, δεν πρέπει να εργαστεί στα χωράφια και πρέπει να είναι πολυ προσεκτική στο περπάτημα. Μια ενδεχόμενη νέα ρήξη του αγγείου θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο και την ίδια και το βρέφος γιατί θα οδηγούσε σε αναπόφευκτο πρόωρο τοκετό.
~Μπορούμε να τη δούμε;
~Βεβαίως, αλλά μόνο η αδερφή της. Η είσοδος επιτρέπεται μόνο στο σύζυγο και σε συγγενείς α' βαθμού.
Έμεινε αμίλητος και βουρκωμενος. Ώστε δεν είχε δικαίωμα αυτός να τη δει. Δεν της ήταν τίποτα. Αυτός που θα έδινε και τη ζωή του για να ζήσει εκείνη. Η Δρόσω ένιωσε τον πόνο του, τον χαιδεψε απαλά στο μπράτσο και του είπε πως σύντομα θα την πάρουν από κει και θα χουν όλο το χρόνο στη διάθεσή τους. Η πικρή αλήθεια που λησμονησε το κορίτσι είναι πως με την επιστροφή του Ζάχου, ο χρόνος τους τελείωνε. Μπήκε στο  δωμάτιο και αγκάλιασε καθησυχαστικα την αδερφή της.
~Πέρασε και αυτό Λενάκι μου, ένα σπασμένο αγγείο ήταν. Θέλω όμως να σαι πολύ προσεκτική από δω και πέρα, εντάξει;
Της εγνεψε καταφατικά, ρωτώντας το μόνο πράγμα που την ένοιαζε εκείνη τη στιγμή.
~Ο Λάμπρος; Πού είναι Δρόσω; Γιατί δεν ήρθε μαζί σου;
Κατέβασε το κεφάλι θλιμμένα και της απάντησε.
~Δε μπορεί να μπει καρδούλα μου γιατί δε σου είναι τίποτα. Κάνε λίγη υπομονή, σε λίγο φεύγουμε, θα σε περιμένει έξω.
~Δε μου είναι τίποτα, μονολογησε αγγιζοντας την κοιλιά της και τα δάκρυα της μούσκεψαν το μαξιλάρι.
Τη βοήθησε να ετοιμαστεί, πήραν το εξιτήριο και σε λίγη ώρα ήταν στην είσοδο του νοσοκομείου. Ο Λάμπρος, σκυφτός λίγα μέτρα πιο πέρα, κάπνιζε και δεν τις αντιλήφθηκε. Δεν ήταν τακτικός καπνιστής, κάπνιζε περιστασιακά σε κανένα μεγάλο γλέντι από χαρά ή σε στιγμές μεγάλου πόνου που προσπαθούσε μέσα στον καπνό του τσιγάρου να πνίξει τα συναισθήματα του και να δει καθαρά.
~Λάμπρο...
Ακουσε τη φωνή της σα μελωδία που τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Έσβησε άτσαλα το τσιγάρο και βρέθηκε πλάι της. Έτεινε τα χέρια της προς το μέρος του, ζητώντας την αγκαλιά του. Την εσφιξε πάνω του γεμίζοντας την φιλιά.
~Τρόμαξα, ψυχούλα μου, τρόμαξα πολύ μη μου πάθεις κάτι, της έλεγε ενώ τα δάκρυα του έτρεχαν βροχή.
~Συγγνώμη, αγάπη μου, συγγνώμη. Δεν άφησαν εσένα να μπεις μέσα, εσύ δε μου είσαι τίποτα; Εσύ είσαι η ανάσα μου, η πνοή μου, το οξυγόνο μου. Καρδούλα μου, είσαι η ζωή μου.,του μιλούσε και τον εσφιγγε πάνω της. Ήθελε με την αγκαλιά της να του πάρει όλο τον πόνο που του προκάλεσε αυτός ο αποκλεισμός.
~Σε λατρεύω, της ψιθύρισε και ένωσε τα χείλη τους με πάθος.
Αφού χόρτασαν την αγκαλιά τους και εκτόνωσαν την ένταση της στιγμής, μπήκαν στο αμάξι και ξεκίνησαν για το Διαφανι. Κόντευε απόγευμα, οι ώρες που τους απόμειναν ήταν ελάχιστες. Την ανέβασε στο σπίτι στην αγκαλιά του και τη βοήθησε να καθίσει στον μικρό οντα του σαλονιού. Έριξε ξύλα στο τζάκι για να ζεστάνει ο χώρος και προσπαθούσε με την αγκαλιά του να τη ζεστάνει. Η Δρόσω σέρβιρε το φαγητό και έφαγαν οι τρεις τους σαν οικογένεια. Μόλις τελείωσε πήγε στο δωμάτιό της για να τους αφήσει λίγο μόνους.
~Πώς θα περάσουν οι μέρες χωρίς να σε βλέπω;, του είπε με παράπονο.
~Θα με βλέπεις, μάτια μου, θα έρχομαι κάθε μεσημέρι μετά το σχολείο. Και όπως κάναμε και παλιά, κάθε φορά που θα έχει υπηρεσία θα έρχομαι εδώ και θα περνάμε τη νύχτα μαζί., της μιλούσε ήρεμα και τρυφερά, χαιδευοντας διαρκώς τα μαλλιά της για να την ηρεμήσει. Θέλω να προσέχεις πολύ, καρδούλα μου, οι τρεις επόμενες εβδομάδες μέχρι να κλείσεις τον 5ο μήνα και να μπεις στον 6ο είναι πολύ σημαντικές είπε ο γιατρός.
~Θα προσέχω, δε θα σου δημιουργήσω άλλο πρόβλημα, στο υπόσχομαι.
~Ποτέ δε μου δημιουργείς πρόβλημα κοριτσάκι μου, εσύ είσαι η μόνη μου χαρά, η ευτυχία μου.
Τη φίλησε ξανά και ξανά και την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του για ώρα. Ο χρόνος όμως, αμείλικτος εχθρός των παράνομων συναντήσεων τους. Όταν το ρολόι σήμανε 6,βγήκε δειλά από την αγκαλιά του, χαιδεψε το όμορφο πρόσωπο του και με βαριά καρδιά του θύμισε πως πρέπει να φύγει. Κάθε τους αποχωρισμός πονούσε πολύ, ειδικά τώρα που τον είχε πιο πολλή ανάγκη από ποτέ.
Έφυγε από το σπίτι της και στο μυαλό του είχε μόνο το πως θα διαχειριστεί το θέμα της Θεοδοσίας. Είχαν περάσει τόσες ώρες και ακόμα δεν είχε ξεθυμάνει η οργή του απέναντι της. Έφτασε στο σπίτι και δε βρήκε κανέναν. Μπήκε στη συζυγική του καμαρη, κατέβασε μια μικρή βαλίτσα και τη γέμισε με όσα ρούχα της βρήκε στη ντουλάπα. Ήταν αποφασισμένος να τη διώξει από το σπίτι. Αποσύρθηκε στο δωμάτιο του Γιάννου με συντροφιά του ένα μπουκάλι κονιάκ και έπινε μέχρι να θολώσει το μυαλό του και να πάψει να πονάει. Άκουσε την πόρτα να ανοίγει, η Θεοδοσία γύρισε και κατευθύνθηκε στην καμαρη της. Είδε τη βαλίτσα και εξαγριωμένη τριγυρνούσε μέσα στο σπίτι για να τον βρει και να του ζητήσει τα ρέστα. Βγήκε θολωμένος, την άρπαξε από τον καρπό και την τράβηξε μέσα στην καμαρη να λογαριαστουν.
~Άσε το χέρι μου, με πονάς.
~Σωστά το προνόμια να πονάς τους άλλους το έχεις μόνο εσύ.
~Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς; Λείπεις απ' το σπίτι 2 μέρες και ήρθες ορεξάτος για καβγα; Θα βγεις και από πάνω τώρα;
~Σκάσε, βουλωστο. Είσαι ένα τέρας, δε σε αναγνωρίζω. Που είναι η Θεοδοσία που γνώρισα; Ή μήπως ηταν και αυτή σου η εικόνα μέρος της απάτης σου;
~Παρατα με, δεν ξέρεις τι λες.
~Πάψε, είσαι αδίστακτη, εγκληματίας. Πώς μπόρεσες να χτυπήσεις μια έγκυο, να την παρατήσεις αναίσθητη και να φύγεις; Δεν έχεις ψυχή μέσα σου;
~Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς.
~Πάψε, δε μπορώ να σε ακούω. Αλλά δε φταίει κανείς, η Ελένη φταίει που δε δέχεται να σε καταγγείλει στον Προύσαλη, να σε μαζέψει να καθαρίσει ο τόπος.
~Τι μας λες; Τόσο μεγαλοψυχη είναι η πουτανα σου; Συγκινήθηκα.
Η ειρωνεία και το απαξιωτικο της βλέμμα τον έβγαλαν από τα ρούχα του. Χτύπησε με δύναμη τον καθρέφτη της ντουλάπας, για να μη χτυπήσει την ίδια. Το γυαλί θρυμματιστηκε στο πάτωμα αφού πρώτα έκοψε το χέρι του βαθειά. Όλο το δωμάτιο γέμισε τζάμια και αίματα. Ο Μιλτιάδης που μόλις είχε μπει στο σπίτι έτρεξε ανήσυχος να δει τι συμβαίνει
~Το γιο σου ρώτα, που μου ετοίμασε τη βαλίτσα για να με πετάξει έξω από το σπίτι, σαν την τρίχα από το ζυμάρι.
~Λάμπρο τι λέει; Τι αίματα είναι αυτά;
~Τίποτα δεν είναι πατέρα, χτύπησα το τζάμι γιατί αν έκανα ελεύθερα αυτό που νιώθω θα πήγαινα φυλακή για φόνο σήμερα.
~Τι κουβέντες είναι αυτές αγόρι μου, σε παρακαλώ.
~Οι κουβέντες σε πειράζουν πατέρα, όχι οι πράξεις της; Ξέρεις ότι πήγε στο σπίτι της Ελένης, τη χτύπησε, την έριξε κάτω, την άφησε αναίσθητη και έφυγε; Τι λες γι αυτό;
~Μιλτιάδη πριν μας πεις τη γνώμη σου γι αυτό πες μας πρώτα τη γνώμη σου που ο γιος σου με κερατώνει με αυτήν την πόρνη, που με τη σειρά της απατάει τον άντρα της. Αλήθεια δε μου είπατε το παιδί ποιανου απ' τους δυο σας είναι; Αλλά τι λέω, σιγά μην έχει μόνο δυο αυτή η πόρνη, όλο το χωριό θα περνάει απ' το βρωμοσπιτο της να ξεχαρμανιασει.
~Βουλωστο, ακούστηκε δυνατά η φωνή του και πριν προλάβει να ελέγξει τον εαυτό του την άρπαξε βίαια από το χέρι και κρατώντας τη βαλίτσα της στο άλλο την έβγαλε έξω από το σπίτι.
~Δρόμο, εξαφανίσου και να μη σε δω ποτέ ξανά μπροστά μου, της φώναξε.
~Θα φύγω, αλλά πριν φύγω θα περάσω από το κέντρο του χωριού, θα μάθουν όλοι τις πομπές της τσούλας σου, θα την ξεφτιλίσω σε όλο το χωριό. Δε θα χει μούτρα να ξαναβγεί από το σπίτι, αν βέβαια δεν τη σκοτώσει ο στρατιωτικός μόλις μάθει τα ρεζιλίκια της.
Στο μυαλό του ήρθε αμέσως η κακοποίηση της Ελένης από το Ζάχο. Δε θα άντεχε να περάσει ξανά το ίδιο μαρτύριο, ειδικά τώρα. Έτρεξε δίπλα της και την άρπαξε με δύναμη από το μπράτσο.
~Αν τολμήσεις να πεις σε κανέναν τις ανοησίες σου, θα σε σκοτώσω και θα σε πετάξω απ ' το γκρεμό. Δε θα σε βρουν ποτέ οι δικοί σου. Αστην ήσυχη, το κατάλαβες;
Ο Μιλτιάδης βγήκε στην αυλή και έτρεξε κοντά τους.
~Σταματήστε και οι δυο. Ζω στο χωριό μια ζωή, δε θα με κάνετε εσείς οι δυο ρεζίλι. Πάτε γρήγορα μέσα.
Τον ακολούθησαν και οι δύο με κατεβασμένα κεφάλια.
~Αφού δεν τα βρίσκετε πάρτε πολιτισμένα ένα διαζύγιο και σταματήστε το εδώ, πριν μισησετε ο ένας τον άλλον. Είναι κρίμα.
~Σας βολεύει Μιλτιάδη το διαζύγιο ε; Εμ βέβαια, η μετρεσσα του γιου σου, βλέπεις, είναι καρπερη. Σου ετοιμάζει το διάδοχο. Ενώ εγώ είμαι στερφα.
~Θεοδοσία τι λες; Ποιο διάδοχο; Η γυναίκα είναι παντρεμένη. Αστην στην ησυχία της και στον άντρα της.
~Ποια είναι παντρεμένη; Η πορνη που προχτές το βράδυ είχε το γιο σου όλη νύχτα στο σπίτι της και ακούγονταν τα αίσχη τους μέχρι έξω;
~Βούλωστο, δε θα την ξαναπιάσεις στο στόμα σου.
~Πάψτε και οι δύο. Μην ξεφτιλιζετε άλλο τη σχέση σας και το παρελθόν σας. Αν δε θέλετε να είστε μαζί, χωρίστε. Εγώ είμαι εδώ για να σας βοηθήσω και να σας στηριξω και τους δύο. Και εσένα για την κατακραυγή που θα εισπράξεις. Και εσένα μέχρι να ορθοποδήσεις, και να σταθείς στα πόδια σου. Σαν κόρη μου σε βλέπω, Θεοδοσία, και έτσι σου μιλώ. Σε συμβουλεύω ότι θα συμβούλευα και στο παιδί μου αν ο γάμος του είχε τελειώσει και δεν είχε πια αγάπη.
~Δε θέλω ούτε τα λεφτά σου ούτε τη στήριξη σου Μιλτιάδη. Θέλω τη ζωή μου πίσω. Αυτή που μου έταξε όταν με παντρεύτηκε, όταν με πήρε από το σπίτι μου και με έφερε εδώ.
~Κορίτσι μου, ξέρω πως πονάς αλλά καταλαβαίνεις και εσύ πως για να γίνει αυτό που ζητάς χρειάζονται δύο. Δεν αρκεί να θέλει μόνο ο ένας. Και ο Λάμπρος αυτή τη στιγμή, απ' ότι καταλαβαίνω δε σε θέλει.
~Εγώ φεύγω, δε μπορώ να κάτσω άλλο και να ακούω αυτό το θέατρο του παραλόγου. Είμαι ξεκάθαρος Θεοδοσία, δε σε θέλω, δε σε αγαπώ, δε σε αγάπησα ποτέ, θέλω να φύγεις, θέλω διαζύγιο και το μόνο που μπορώ να σου προσφέρω είναι στήριξη ως προς τους γονείς σου, στα νομικά θέματα και στο οικονομικό μέχρι να σταθείς στα πόδια σου αξιοπρεπώς. Αυτά και τέλος.
Έφυγε χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Ο Μιλτιάδης πήρε στην αγκαλιά του τη Θεοδοσία για να την ηρεμήσει. Το πονούσε αυτό το κορίτσι και το αγάπησε από την πρώτη στιγμή. Αλλά τόσα χρόνια μετά η ζωή τον είχε διδάξει πως στον έρωτα δυο ανθρώπων κάνεις δεν πρέπει να μπαίνει εμπόδιο. Το είχε πια εμπεδώσει με οδυνηρό τρόπο.
~Μιλτιάδη μπορώ να μείνω εδώ για λίγο; Μέχρι να βρω κάτι να κάνω στη ζωή μου. Δε θέλω να γυρίσω στους δικούς μου, δε θα το αντέξω. Χωρισμένη σε ένα μικρό χωριό, η κόρη του παπά θα είναι αβάσταχτο για όλη την οικογένειά μου.
~Εντάξει κόρη μου, να μείνεις όσο χρειαστεί. Και γω  θα έχω το νου μου για καμιά καλή και τίμια δουλειά στη Λάρισα ή σε κανένα μεγάλο χωριό. Δε θα σε αφήσω έτσι. Μην ξεχνάς όμως ποτέ, την προσωρινοτητα αυτής της κατάστασης, το τρένο της σχέσης σας έφυγε και δε γυρίζει πίσω.
Της μίλησε σαν πατέρας, το εκτίμησε, αλλά το άρρωστο πια μυαλό της έκανε τα δικά του σχέδια. Δε θα παρέδιδε τα όπλα τόσο εύκολα. Η Ελένη θα πλήρωνε ακριβά το κακό που της έκανε.
Ο Λάμπρος έφτασε ως το καφενείο και μόνο όταν του το είπε η Βιολέτα, συνειδητοποιήσε πως δε φορούσε παλτό. Έφυγε σαν τρελός και δεν ένιωθε τίποτα, ούτε καν το κρύο που παγωνε τον κάμπο. Κάθισε σε ενα τραπέζι και ζήτησε ένα κονιάκ. Το ήπιε μονορούφι ζεσταινοντας το μέσα του. Λίγο μετά μπήκε στο μαγαζί ο Νικηφόρος. Κάθισε στο τραπέζι μαζί του και παρήγγειλε και κείνος ένα ποτό. Δε μιλούσαν για λίγη ώρα.
~Ξάδερφε δε θα με ρωτήσεις γι αυτό που είδες χτες; Δε θα με κατακρίνεις και συ;
~Όχι Λάμπρο, δε θέλω εξηγήσεις όσα είδα χτες μου φτάνουν. Δεν έχω ξεχάσει, βλέπεις, όσα μου έγραφες τόσα χρόνια για τον έρωτα σου για αυτή τη γυναίκα. Ούτε σε αδικώ.
Τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη, δεν πίστευε ότι θα έπαιρνε το μέρος του. Ήπιαν άλλο ένα ποτό και λίγο πριν φύγει, κρατώντας τον σφιχτά από τον ώμο του ψιθύρισε : Πρόσεχε όμως ξάδερφε, πρόσεχε την οργή του στρατιωτικού και τη ζήλια της προδομένης γυναίκας. Είναι θανάσιμος συνδυασμός. Ήπιαν ένα τελευταίο κονιάκ και οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο Νικηφόρος γύρισε σπίτι του, στη ζέστη αγκαλιά της Ασημινας. Ο Λάμπρος δεν είχε που να πάει. Ζαλισμένος από το ποτό και παγωμένος χωρίς πανωφόρι πήρε το δρόμο. Τα βήματά του τον έφεραν στην πόρτα της.Το αμάξι του Ζαχου ήταν παρκαρισμένο απ' έξω. Το κτίριο σκοτεινό. Έφερε ένα γύρο το σπίτι, η λάμπα στην καμαρη της ήταν ανοιχτή.Στη σκέψη ότι μπορεί να την ειχε αγκαλιά ή να άγγιζε την κοιλιά της τον έπιανε τρελά. Ο πόνος της ψυχής τον δίπλωσε στα δύο. Πάνω στην καμαρη, η Ελένη προσπαθούσε να βολευτεί στο κρεβάτι. Την ενοχλούσε η παρουσία του Ζαχου στο πλευρό της. Δεν ήθελε να ακουμπήσουν τα κορμιά τους με τίποτα. Τραβήχτηκε στην άκρη του κρεβατιού και κουλουριαστηκε εκεί. Κρατούσε σφιχτά στον κόρφο της, τη βέρα της για να τον νιώθει κοντά της. Ένα παράξενο προαίσθημα της έλεγε πως κάτι δεν πάει καλά αλλά δε μπορούσε να το προσδιορίσει.

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα