Η αλήθεια

963 15 0
                                    

Ο Ιούλιος του 1961 ήταν καυτός, η Θεσσαλία έβραζε. Η Ελένη διένυε τον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης, όλα έβαιναν καλώς, αλλά η έντονη ζέστη την είχε διαλύσει. Την ημέρα προτιμούσε να μένει στο σπίτι με τη μικρή Ευγενία και μόνο όταν έπεφτε ο ήλιος, έβγαιναν έξω.

Τα Σαββατοκύριακα ο Λάμπρος φρόντιζε να ξεκλεβει χρόνο για να πάει με την οικογένειά του στη θάλασσα. Το κοριτσάκι ενθουσιαζονταν μόλις έφταναν στην παραλία, έπαιζε για ώρες με τον πατέρα της στα κύματα. Ακόμα και η Ελένη που δεν ήταν πολύ φίλη με τη θάλασσα, φέτος την αποζητούσε για να δροσιστεί.

Τους είχε υποσχεθεί πως την επόμενη μέρα θα πάνε για μπάνιο στον Αγιόκαμπο. Η μικρή απ'τη χαρά της κοιμήθηκε με τα κουβαδάκια της μέσα στην
κούνια. Οι γονείς της τη χαζευαν και η ψυχή τους γέμιζε χαρά και αγαλλίαση.

Πρωί πρωί ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Φόρεσαν όλοι τα μαγιό που τους είχε αγοράσει ο Λάμπρος από την Αθήνα, μαζί με όλα τα αξεσουάρ. Εκείνος κουβάλησε τα καρεκλακια και την ομπρέλα τους μέχρι το αμάξι και η Ελένη γέμισε το φορητό ψυγειακι τους με σαντουιτσακια, φρούτα, πίτα και νεράκια.

Τα κορίτσια του κάθονταν μαζί στο πίσω κάθισμα. Το ραδιόφωνο έπαιζε χαρούμενα καλοκαιρινά τραγουδάκια και ο Λάμπρος τους τραγουδούσε όσο εκείνες χόρευαν.
Έφτασαν στην παραλία και άπλωσαν την πραμάτεια τους.
Η Ευγενία τραβούσε από το χέρι τον πατέρα της για να μπουν στη θάλασσα, παρέα με όλα τα φουσκωτά που της αγόρασε ο παππούς Μιλτιάδης. Η Ελένη τους κοιτούσε γεμάτη ευτυχία.

~Άντε, καρδιά μου, έλα. Έλα να δροσιστείς.
Τη χαζευε καθώς ανασηκώνονταν να μπει στη θάλασσα. Το σκούρο κόκκινο μπικίνι που της είχε αγοράσει έρχονταν σε αντίθεση με το ολόλευκο δέρμα της. Τα μαλλιά της λυτά και μακριά έφταναν μέχρι τα μισά της πλάτης. Η κοιλιά της είχε φουσκώσει μια ιδέα, μαρτυρώντας το νέο μέλος που ερχόταν. Στα δικά του μάτια, ήταν πανέμορφη. Μια νεράιδα που υπήρχε για να ομορφαίνει τη ζωή του. Την κράτησε γερά από το χέρι για να τη βοηθήσει να φτάσει κοντά τους.

Αγκαλιασμενοι κοιτούσαν τη μικρή τους που έκανε κύκλους μέσα στο φουσκωτό σωσίβιο της. Βγήκε έξω, πήρε τη φωτογραφική μηχανή και άρχισε να βγάζει φωτογραφίες τα κορίτσια του. Έδωσε τη μηχανή στον πατέρα της διπλανής οικογένειας και με δύο απλωτες βρέθηκε πλάι τους. Κράτησε στοργικά στην αγκαλιά του την Ελένη και τη μικρή και πόζαραν στο φακό.

Κάθισαν στην αμμουδιά αγκαλιά και έτρωγαν τις λιχουδιές της Ελένης όσο η μικρή τους έπαιζε με τα κουβαδάκια της.
~Δροσιστηκες λίγο ψυχή μου;
~Ναι,ποιος να μου το λέγε ότι από καμπίσια θα έφτανα να λαχταρώ τη θάλασσα.
~Θελεις να μαζέψω τα πράγματα, να πάμε σε κανένα ταβερνάκι εδώ κοντά;
~Οχι, όχι, ας μείνουμε εδώ. Έχουμε αρκετά φαγητά, αν πεινάσουμε. Μ' αρέσει να αγναντεύω τη θάλασσα, με ηρεμεί.

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα