Βόλτα στον παράδεισο

675 16 8
                                    

Σχεδόν μια εβδομάδα πηγαινοερχόταν στη φυλακή ζητώντας να τον δει. Η απάντηση ήταν πάντοτε η ίδια. Ο Λάμπρος παρέμενε στην απομόνωση. Ο λόγος άγνωστος. Η Ελένη κόντευε να τρελαθεί, στο μυαλό της περνούσαν τα χειρότερα σενάρια. Όλη η οικογένεια έβαλε λιτούς και δεμένους για να μάθει τι συμβαίνει. Όλα αυτά κάτω από άκρα μυστικότητα για να μην καταλάβουν τα παιδιά της ότι κάτι δεν πάει καλά και αναστατωθουν.

..........

Άυπνη, εξαντλημένη και γεμάτη απελπισία βρέθηκε για άλλη μια μέρα στο χώρο του επισκεπτηρίου. Πίστευε πως πάλι θα άκουγε τα ίδια. Όταν είδε τη βαριά πόρτα να ανοίγει και τον άντρα της να μπαίνει στο χώρο, τα έχασε. Όρμησε πάνω του και τον αγκάλιασε σφιχτά. Αμήχανος, φοβισμένος την αγκάλιασε διστακτικά στην αρχή και με περισσό πάθος στη συνέχεια. Τον τράβηξε από το χέρι και τον οδήγησε στο παγκάκι. Ψηλαφιζε με τα χέρια της το κορμί του για να δει αν είναι κάπου τραυματισμένος. Εσφιγγε τα δόντια για να μην αφήσει τον πόνο να τον προδώσει και τη στεναχωρήσει. Μια σχισμή πλάι στο μάτι και μια ξεθωριασμένη μελάνια στο πρόσωπο μαρτυρούσαν το μαρτύριο του.

Τον χάιδευε απαλά με τα ακροδαχτυλα της σα να προσπαθούσε να του πάρει όλον τον πόνο.

-Γιατί; Γιατί καρδιά μου; Τι έγινε;

-Δεν έχω ιδέα. Δε χρειάζονται λόγο Λενιώ μου. Μην ανησυχείς, είμαι καλά. Πάει κι αυτό.

-Τι πάει; Είσαι σακατεμενος, έχεις ρεψει από την πείνα τόσες μέρες στο μπουντρούμι. Σε αγγίζω και νιώθω τα κόκκαλα σου. Το δέρμα σου άλλαξε χρώμα από την αφυδάτωση. Και μου λες πάει κι αυτό; Κάτι πρέπει να κάνουμε. Σε παρακαλώ.

-Τιποτα δε θα κάνουμε καρδιά μου. Υπομονή.

-Μεχρι πότε; Μέχρι να σε στείλουν στον άλλο κόσμο;

-Μη λες τέτοιες κουβέντες μάτια μου. Αντέχω. Η σκέψη σας με κάνει και αντέχω.

-Εγώ όμως δεν αντέχω. Δεν αντέχω να σε σκέφτομαι να πονάς, να υποφέρεις, να λιώνεις εδώ μέσα. Δεν αντέχω να κάθομαι και να μην κάνω τίποτα. Δεν αντέχω να τρώω,να πίνω, να κοιμάμαι, να αναπνέω με εσένα εδώ μέσα. Δε γίνεται να ζω ενώ εσύ είσαι εδώ. Δε γίνεται να ζω χωρίς εσένα.

Η ένταση της φωνής της διαρκώς ανέβαινε. Έτρεμε ολόκληρη. Χρειάστηκε να την κρατήσει σφιχτά μέσα στα χέρια του για να την ηρεμήσει. Έπεσε με το κεφάλι στο στερνο του και έκλαψε με λυγμούς. Η αίσθηση του σώματος του, η μυρωδιά του, ακόμα και κάτω από αυτές τις άθλιες συνθήκες ήταν το μοναδικό πράγμα που μπορούσε να την ηρεμήσει. Κολλημένοι σφιχτά ο ένας στην αγκαλιά του άλλου έδιναν και έπαιρναν κουράγιο.

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα