Χωρίς αυτόν

565 17 13
                                    

Όταν χτύπησε η πόρτα όλοι τους πετάχτηκαν πάνω έντρομοι, φοβούμενοι για το χειρότερο. Η Ελένη τους παραμέρισε όλους και βρέθηκε μπροστά στην κατωχρη Ανέτ.

-Ανέτ πες μου, είπε κοιτώντας την κατάματα.

-Καρδια μου,θέλω να σαι ψύχραιμη σκέψου το μωρό που κυοφορείς και τα παιδιά σου.

Δε χρειαζόταν να ακούσει την υπόλοιπη φράση. Κατάλαβε. Έφερε τις παλάμες της στο στόμα και προσπάθησε να πνίξει την κραυγή της. "Ο Λάμπρος μου.." πρόλαβε να ψελλίσει πριν σωριαστεί στο πάτωμα. Ίσα που πρόλαβε ο Νικηφόρος να την κρατήσει προτού χτυπήσει. Οι γυναίκες τη συνέφεραν με νερό και άρωμα. Καθισμένοι όλοι στο τραπέζι άκουγαν με προσοχή την Ανέτ.

Σύμφωνα με το καθεστώς, οι κρατούμενοι στο στρατόπεδο της Λέρου ξεσηκώθηκαν και επιτέθηκαν στους δεσμοφύλακες στην προσπάθεια τους να δραπετεύσουν. Εκείνοι αντέδρασαν βίαια θέλοντας να αμυνθούν. Κάποιοι από τους φυλακισμένους άναψαν φωτιά χρησιμοποιώντας τα ρούχα τους. Η φωτιά εξαπλωθηκε με ταχύτατους ρυθμούς. Οι φύλακες πρόλαβαν να σωθούν αλλά φυσικά δεν άνοιξαν τις πύλες για τους κρατούμενους με αποτέλεσμα να απανθρακωθουν όλοι.

-Κι αν κάποιος γλίτωσε; Αν πρόλαβε να βγει με κάποιο τρόπο πριν εξαπλωθεί η πυρκαγιά;

-Ασημινα μου, είναι σχεδόν αδύνατο. Η φωτιά ήταν τεράστια και αναπτύχθηκε σε χρόνο ρεκόρ. Με κλειστές πύλες και τεράστιους τοίχους τριγύρω είναι αδύνατο να μπόρεσε κάποιος να σωθεί.

Η Ελένη άκουγε αμίλητη και ανέκφραστη. Μέχρι και το δάκρυ πάγωσε στο πρόσωπο της και σταμάτησε να κυλά. Η αδερφή της είχε διαρκώς τα μάτια της επάνω της. Η Βιολέτα κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά της το Μιλτιάδη προσπαθούσε να τον παρηγορήσει. Ήταν αδύνατο. Το αιφνίδιο της κατάστασης δεν τους άφηνε να συνειδητοποιήσουν τι είχε συμβεί ούτε να το διαχειριστούν. Δεν το χωρούσε ο νους τους πως ο δικός τους άνθρωπος είχε φύγει για το ταξίδι χωρίς επιστροφή, πως δε θα τον ξαναεβλεπαν ποτέ. Ο Μιλτιάδης έβριζε θεούς και δαίμονες. "Να μουν εγώ στη θέση του και να τανε το παλικάρι μου ζωντανό, εδώ, με την οικογένειά του" μονολογούσε μέσα στην απελπισία του.

Η Λενιώ τους παρακολουθούσε χωρίς να αντιδρά. Ξάφνου σηκώθηκε από την καρέκλα της και πήγε προς το τζάκι. Άναψε το μικρό καντηλακι και έφερε πλάι του μια φωτογραφία του Λάμπρου από το γάμο τους.

-Λενιώ μου,τι κάνεις; Δεν είναι ώρα τώρα. Κάθισε να ηρεμήσεις λίγο..

-Δεν προλαβαίνω, δεν έχω χρόνο. Πρέπει να ετοιμάσω ένα σωρό πράγματα. Να βρω τον παπα -Γρηγορη να κανονίσουμε την κηδεία. Να δούμε πως θα τον φέρουμε από εκεί. Ίσως χρειαστούμε εκείνο το μεγάλο γραφείο τελετών που άνοιξε στη Λάρισα, για να μας τον φέρει.

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα