Η πρώτη μεγάλη κρίση

795 17 6
                                    

Όσο η ώρα περνούσε, η ανησυχία του για εκείνη μεγάλωνε. Η Δρόσω του έφερε τα κορίτσια που επίμονα ζητούσαν τους γονείς τους λέγοντας του πως η Ελένη πήγε σε μια δουλειά χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες.

Ο ουρανός του Διαφανιου σουρουπωσε για τα καλά, έφτιαξε κάτι πρόχειρο στις κόρες του για να φάνε και ο ίδιος πηγαινοερχόταν νευρικά μέσα στο σαλόνι. Δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του από το μεσημέρι και ούτε μπορούσε.

Από την αρχή δεν του άρεσε αυτή η ξαφνική δουλειά της Ελένης. Η απουσία της του ξύπνησε μνήμες της πρώτης εγκυμοσύνης που προσπαθούσε χρόνια τώρα να θάψει στο πίσω μέρος του μυαλού του. Έσπαγε το κεφάλι του να βρει τι μπορεί να της συνέβη. Το ξημέρωμα τους βρήκε αγκαλιασμενους, δεν ένιωσε να την προβληματίζει κάτι.

Ο θεός Ικελος τη λυπήθηκε που σπαραζε μόνη και απογοητευμένη και την παρέσυρε σε έναν χαλαρωτικό ύπνο. Η μαγική του δύναμη, σύμφωνα με το μύθο, ξεδιαλυνε τα μυαλά των ανθρώπων και τους βοηθούσε να αντιληφθούν καλύτερα την πραγματικότητα.

Ξύπνησε τρομαγμένη από μια δυνατή κραυγή ζώου. Χρειάστηκε λίγα λεπτά να καταλάβει που βρισκόταν και κυρίως γιατί ήταν εκεί. Η δροσερή αύρα του φθινοπώρου τύλιξε το σώμα της κάνοντας τη να τρέμει απ'το κρύο. Σηκώθηκε και τρεκλιζοντας κατάφερε να φτάσει ως το σπίτι της.

Πλησίασε μουδιασμενη τις λευκές της σα να θέλε να πάρει λίγη παρηγοριά από την αλεα των επτά δέντρων. Έριξε μια ματιά στο σπίτι της. Τα φώτα του σαλονιού ήταν αναμμένα, το ίδιο και στο δωμάτιο των κοριτσιών. Πόσο θα είχαν ανησυχήσει τα παιδιά της; Δεν τα είχε αποχωριστεί ποτέ. Ένιωσε τρομερές τύψεις. Ο θεός του ύπνου μάλλον είχε κάνει τη δουλειά του. Ανέβηκε βιαστικά τη σκάλα και μπήκε στο σπίτι.

~Κορίτσι μου, που ήσουν καρδιά μου, τρελάθηκα απ'την αγωνία.

Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν. Τα μάτια της υγρά, πρησμένα από τα δάκρυα τόσων ωρών. Ένιωθε πως είχαν ξεραθεί πια, πως είχαν στερέψει. Τα δικά του ταλαιπωρημένα, κόκκινα απ'το βουβο κλάμα που έπνιγε για να μη στεναχωρήσει τις κόρες του. Τα δάχτυλα του την άγγιζαν με τρόμο, σα να φοβόταν πως θα σπάσει και θα γίνει θρυψαλα μπροστά του.

Χάθηκαν ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Δεν πρόλαβε να του απαντήσει. Τα κορίτσια άφησαν τον φαγητό τους στη μέση και έτρεξαν στην αγκαλιά της.

~Πού ήσουν μανούλα; Φοβήθηκα πολύ.

~Μαμά μου, μαμάκα μου.

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα