Από μηχανής Θεός

471 18 4
                                    

Το γράμμα του μουσκεψε στα χέρια της απ' τα δάκρυα που έτρεχαν σαν ποταμός επάνω του. Της έγραφε πως είναι καλά, πως τους συμπεριφέρονται με σεβασμό, να μην ανησυχεί. Της έλεγε ξανά και ξανά πόσο πολύ τη λατρεύει, πόσο αγαπάει τα κορίτσια τους και πόσο του λείπουν. Ευτυχώς δεν τόλμησε ξανά να της πει να φτιάξει τη ζωή της μακριά του.

Κάτι δεν της κολλούσε. Ήταν σίγουρη πως αυτό το γράμμα παρήχθη κάτω από πίεση και πως ήταν όλα ψέματα. Άνοιξε ένα παλιό σημειωματάριο του για να σιγουρευτεί πως ήταν ο γραφικός του χαρακτήρας. Και πάλι δεν πείστηκε. Διάβαζε ξανά και ξανά κάθε αραδα και τη νοτιζε με το κλάμα της.

Ξαφνικά της ήρθε μια αναλαμπή. Όταν ήταν νέοι και αντάλλασσαν γράμματα, υπό τον φόβο να μην τους πιάσουν οι γονείς τους, της είχε μάθει ένα κόλπο. Ξεκινουσαν κάθε αραδα σε διαφορετικό σημείο και τα πρώτα γράμματα κάθε γραμμής σχημάτιζαν τη μυστική λέξη ή φράση που ήθελε να πει ο ένας στον άλλον. Το γράμμα που είχε μπροστά της ήταν έτσι ακανόνιστα γραμμένο. Σίγουρα όχι γραπτό δασκάλου. Κύκλωσε τα εναρκτήρια γράμματα και προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσει τη φράση.

"ΜΕ ΑΠΕΙΛΗΣΑΝ ΜΕ ΕΣΑΣ,
ΔΕ ΓΙΝΟΤΑΝ ΑΛΛΙΩΣ
ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ.
ΣΥΓΧΩΡΑ ΜΕ.
ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΠΟΛΥ.
ΣΑΣ ΑΓΑΠΩ"

Οι φόβοι της επιβεβαιώθηκαν, ο άντρας της υπόγραψε κάτω από απειλές για τη ζωή τους. Οργή και απελπισία κατέκλυσαν την ψυχή της. Τα δάκρυα της, καυτά, ξεχύθηκαν πάνω στο χαρτί. Διπλωσε το γράμμα προσεκτικά, το φίλησε τρυφερά σα να φιλούσε εκείνον και το έβαλε στο εικονοστάσι, εκεί που φυλούσε και τα στέφανα τους.

Όλο το καλοκαίρι κύλησε έτσι, δύο τρία γράμματα από το Λάμπρο που η Ελένη προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει, γράμματα και ζωγραφιές από αυτήν και τα παιδιά που αμφέβαλε αν έφταναν ποτέ στα χέρια του. Δεν του έγραψε τίποτα για την εγκυμοσύνη. Δε θα άφηνε τα βρωμοχερα τους που άνοιγαν τα γράμματα των συγγενών να μολύνουν τον καρπό του έρωτα τους. Πίστευε πως δε θα του έκανε καλό, να μάθει πως η Λενιώ του εγκυμονεί κι αυτός τόσα χιλιόμετρα μακριά ανίκανος να τη βοηθήσει και να της σταθεί σαν άντρας. Θα τον τσάκιζε αυτή η αλήθεια. Προσδοκούσε πως δε θα αργούσε η μέρα που θα γύριζε σπίτι τους, ελεύθερος και ασπιλος.

Τα παιδιά σιγά σιγά συνήθιζαν στην νέα κατάσταση. Όσο ήταν απασχολημένα με τα ξαδέρφια και τους φίλους τους ήταν ήρεμα, ξέγνοιαστα. Όταν γυρνούσαν στο σπίτι, σκοτεινιαζαν. Η απουσία του πατέρα τους ήταν αισθητή. Το ίδιο, απέραντο κενό που ένιωθε στην ψυχή της η μάνα τους. Η κοιλιά της που διαρκώς φούσκωνε ετοιμάζοντας την έλευση του μικρού αδελφού τους ήταν κάποια παρηγοριά και κρατούσε απασχολημένα τα μυαλουδακια τους. Όσο και να γελούσαν και να φαίνονταν μια χαρά η Ελένη ένιωθε τη θλίψη και τη σκοτεινιά στα ματάκια τους.

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα