Δυό Μέρες Μόνο

1.1K 20 2
                                    

Αποχαιρέτησε τη Δρόσω αφήνοντας της ένα μικρό χαρτάκι με το τηλέφωνο του ξενοδοχείου που θα έμεναν σε περίπτωση που προκύψει κάτι.
~Τίποτα δε θα γίνει, αδερφή μου, να πας και να περάσεις όμορφα,της έδωσε ένα φιλί και την ξεπροβοδισε.
Μπήκε στο αμάξι σκεπτική.
~Νιώθω πολύ άσχημα γι' αυτό που κάνω και που η Δρόσω το ξέρει και μου δίνει και την ευχή της. Πώς γίναμε έτσι;
~Λενιω μου, θέλω να κάνουμε μια συμφωνία και να την τηρήσεις. Από τώρα μέχρι να γυρίσουμε δε θέλω να ακούσω λέξη για Ζάχο, Θεοδοσία, Μιλτιάδη, Δρόσω, Ασημινα και όποιον άλλον περνάει απ' το μυαλό σου. Επίσης, δε θέλω να ακούσω για τύψεις, γκρίνια και φόβο. Θέλω να είμαστε μόνο οι τρεις μας, σε ένα δικό μας κόσμο που δε χωράει κανείς και τίποτα. Μου το υπόσχεσαι;
Του εγνεψε καταφατικά, χαρίζοντας του το πιο φωτεινό της χαμόγελο. Αυτό που της ζητούσε ήταν ακριβώς ότι είχε ανάγκη και η ίδια.
Μετά από ένα τρίωρο ταξίδι με πολλές στροφές και έντονη χιονόπτωση έφτασαν στις Μηλιές. Οδηγούσε όσο πιο ήπια γινόταν για να μην την ταλαιπωρήσει. Πάρκαρε και τη βοήθησε να βγει από το αμάξι. Ο ξενοδόχος τους υποδέχτηκε με χαρά.
Η προσφώνηση "Κύριε και Κυρία Σεβαστού" την πόνεσε αλλά έκανε πως δεν άκουσε για να μην τον στεναχωρησει. Την άφησε να τακτοποιηθεί στο δωμάτιο τους και πήγε να φέρει τα πράγματα τους.
Κοιτούσε το δωμάτιο σα χαμένη.
Αυτό ήταν πιο μεγάλο απ' το σπίτι της!!!
Ήταν μια όμορφη ξύλινη σοφίτα με τριγωνική σκεπή, ένα τεράστιο διπλό κρεβάτι, αναμμένο τζάκι με ένα χαμηλό ονταδακι στο πλάι του, χαλιά, φωτιστικά, πικάπ, όμορφα στολισμένο με χριστουγεννιατικα στολίδια και λαμπιόνια. Το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι είχε δικό του εσωτερικό μπάνιο, με μεγάλη μπανιέρα και ζεστό νερό. Είχε ενθουσιαστεί, περιφεροταν στο χώρο σα μικρό παιδάκι που πάει για πρώτη φορά στο λούνα παρκ. Τράβηξε τη χοντρή βελούδινη κουρτίνα και μπροστά της ανοίχτηκε όλο το χωριό,αμφιθεατρικά χτισμένο με τα χιονισμένα σπιτάκια του και τα στενά σοκάκια. Έμεινε εκεί να χαζεύει προσπαθώντας να γεμίσει την ψυχή της όμορφες εικόνες.
Δεν κατάλαβε την πόρτα που άνοιξε. Ο Λάμπρος τη χάζευε καθώς ατενιζε από τη μπαλκονοπορτα της γαλήνια, ήρεμη και όμορφη. Πιο όμορφη από ποτέ. Τα μάτια του δεν τη χόρταιναν. Πλησίασε πίσω της και τύλιξε με τα χέρια του το κορμί της. Έμπλεξαν ευλαβικά τα χέρια τους και έγειρε τη ράχη της πάνω του.
~Πώς σου φαίνεται, καρδιά μου;
~Μαγικό. Δεν έχω πάει ποτέ σε ξενοδοχείο, Λάμπρο. Τούτο είναι βγαλμένο από παραμύθι. Θα ξόδεψες μια περιουσία, καρδιά μου.
~Σσσσσς, όλο τον κόσμο θα έφερνα στα πόδια σου για να δω την ευτυχία στο προσωπάκι σου.
Γύρισε προς το μέρος του, χωρίς να χαλάσει την αγκαλιά τους και χαιδεψε απαλά το πρόσωπό του.
~Δεν έχω ανάγκη από πολυτέλειες, ψυχή μου, για να μαι ευτυχισμένη. Εσένα θέλω. Μόνο εσένα. Μόνο δικό μου.
~Εδώ είμαι, κορίτσι μου, της απάντησε τρυφερά και χάθηκε στο φιλί της.
~Λοιπόν, κυρία Σταμιρη, λέω να πάμε μια βόλτα να δούμε το χωριό. Τι λέτε;
~Πάμε, αγάπη μου, του απάντησε γλυκά και έκανε να προχωρήσει αλλα δεν πρόλαβε, την τράβηξε από το χέρι και την έφερε στην αγκαλιά του.
~Όχι έτσι, ψυχή μου. Θα παγώσεις με αυτό το φόρεμα. Για να ψάξω στη βαλίτσα μου μήπως έχω κάτι πιο ζεστό.
~Σεβαστέ, δεν ήξερα ότι στη βαλίτσα σου κουβαλάς και φουστάνια, τον πείραξε.
Δευτερόλεπτα μετά τα χέρια της γέμισαν με πολύχρωμες χαρτοσακουλες.
~Τι είναι όλα αυτά;
~Μου τα φερε ο Άγιος Βασίλης την Πρωτοχρονιά και μου πε να τα δώσω στη γυναίκα της ζωής μου.
Άνοιξε τα δώρα της σα μικρό παιδάκι. Ένα κόκκινο μάλλινο φόρεμα, ένα μεγάλο ζεστό κασκόλ και ασορτί γαντακια και καπέλο.
~Λάμπρο, είναι πανέμορφα όλα, του φώναξε ενώ έπεφτε επάνω του γεμίζοντας τον φιλιά.
~Φόρεσε τα, ματάκια μου, να είσαι ζέστη και πάμε τη βόλτα μας.
Ήταν καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού και τη χάζευε όση ώρα γδύνονταν για να αλλάξει ρούχα. Ακόμα και με τη φουσκωμένη της κοιλιά του ασκούσε τρομερή γοητεία. Την έτρωγε λαίμαργα με τα μάτια του. Ήθελε σαν τρελός να την αρπάξει και να την κάνει δική του αλλά η αδιαθεσία και τα πονακια της προηγούμενης μέρας τον φρέναραν. Η φωνή της τον έβγαλε από τις πονηρές σκέψεις.
~Λάμπρο, θέλω και γω κάτι πριν φύγουμε.
~Ότι θέλεις κορίτσι μου. Ζήτα μου ότι θες.
~Θέλω να βγαλουμε αυτές τις βέρες και να φορέσουμε τις δικές μας. Θέλω να φορώ τη βέρα που γράφει το όνομά σου, να σαι δικός μου.
Άνοιξε το μενταγιόν της και αφαίρεσε τη βέρα, έκανε το ίδιο και στο σταυρό του. Τις πέρασε στα χέρια τους και φίλησε ευλαβικά το μικρό δαχτυλιδακι που στολιζε τα δάχτυλα της.
Ξεκίνησαν τη βόλτα τους στα γραφικά σοκάκια του χωριού. Ήθελε να την πάει παντού, να της δείξει τα πάντα, να γεμίσει την ψυχή της χρώματα, εικόνες και μυρωδιές. Ήθελε το πρώτο της ταξίδι να της μείνει αξέχαστο. Επισκέφτηκαν την παλιά βιβλιοθήκη όπου της μίλησε για τα σπάνια έγγραφα, ντοκουμέντα της Ελληνικής Επανάστασης που φιλοξενούνται εκεί.  Περιδιαβηκαν ανάμεσα στα παραδοσιακά αρχοντικά που διασώθηκαν από την πυρπόληση του χωριού το 1943 και θαύμασαν τις παραδοσιακές περίτεχνες βρύσες. Δεν έχαναν ευκαιρία να αγκαλιάζονται και να τη φιλιούνται στη μέση του δρόμου, ελεύθεροι απ ' όλους και απ' όλα, ξένοι ανάμεσα σε ξένους. Περπάτησαν αγκαλιασμενοι στην περιοχή του παλιού σταθμού με τα καλοδιατηρημένα κτίρια και το τοπίο εκπληκτικής φυσικής ομορφιάς. Την τράβηξε από το χέρι και την οδήγησε σε ένα μικρό θάλαμο με μια μαύρη κουρτίνα.
~Λάμπρο τι είναι εδώ;
~Θα δεις καρδιά μου, μείνε ακίνητη στην αγκαλιά μου και χαμογέλα μου.
Υπάκουσε χωρίς να καταλαβαίνει τι γίνεται. Άκουσε ένα δυνατό, άγνωστο ήχο. Τη γύρισε πλάγια στην αγκαλιά του και τη φίλησε με πάθος πριν προλάβει να μιλήσει. Ξανά ο ίδιος ήχος.
~Λάμπρο, τι κάνεις; Τι είναι αυτό;
~ Θα δεις, καρδούλα μου, μην είσαι ανυπομονη.
Έριξε ένα κέρμα στην εγκοπή και πληκτρολογησε τα αρχικά τους γράμματα. Λίγα λεπτά μετά εμφανίστηκε η φωτογραφία τους. 4 μικρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, σε γυαλιστερό χαρτί που πάνω είχαν με καλλιγραφικα γράμματα την επιγραφή :

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα