Για Τελευταία Φορά

1K 21 4
                                    

Όλες οι προσπάθειες του Λάμπρου έπεσαν στο κενό. Η επιστήμη προοδευε, αλλά ακόμα δεν υπήρχε κανένας τρόπος να διαπιστωθεί η πατρότητα του κυοφορουμενου εμβρύου. Πώς να της πει ότι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα; Η αγαπημένη του βούλιαζε μέρα με τη μέρα και αυτή ήταν η μόνη της ελπίδα.
Μερικές μέρες μετά την προηγούμενη τους συνάντηση, έμαθε τυχαία από το Φανούρη ότι θα συνόδευε την Ελένη στα χωράφια της. Το σπίτι της την έπνιγε όπως και οι συναναστροφες με τον κόσμο, αυτό ήταν το μόνο μέρος που ένιωθε ελεύθερη και ήρεμη. Μετά το σχόλασμα πήρε το δρόμο για τα κτήματα της. Την είδε από μακριά, τυλιγμένη με το χοντρό παλτο της να συζητάει με το Φανούρη. Μόλις τον είδε, βρήκε μια πρόφαση για να στείλει το βοηθό της σε μια δουλειά και να βρεθούν μόνοι τους για λίγα λεπτά.
~Μου έλειψες πολύ, πρόλαβε να ξεστομίσει πριν χωθεί στην αγκαλιά του.
~Και μένα, ψυχή μου, ψέλλισε ανάμεσα στα φιλιά τους.
Ο χρόνος πάγωσε για λίγο, τα προβλήματα έπαψαν να υπάρχουν. Για λίγα λεπτά ήταν μόνοι οι δύο τους, αγκαλιά. Στη μέση μιας τεράστιας έκτασης ντυμένης στα χρώματα του χειμώνα.
Τα κορμιά τους χωρίστηκαν για λίγο, κοιταχτηκαν μέσα στα μάτια όπως μόνο αυτοί ήξεραν. Ήταν η στιγμή για να συζητήσουν όλα αυτά που απέφευγαν.
~Τι σου είπαν οι γιατροί; Μπορούμε να μάθουμε;
Τον κοιτούσε κατάματα γεμάτη απόγνωση, δε χρειάστηκε να της απαντήσει . Το βλέμμα του της τα είπε όλα. Κατέβασε το κεφάλι απογοητευμένη και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στις άκρες των ματιών της.
~Μην απογοητευεσε, καρδιά μου. Θα βρούμε μια άκρη, δε μπορεί. Δεν ειναι δυνατόν να είμαστε οι μόνοι που τους έχει συμβεί.
~Μάλλον είμαι η μόνη ελεύθερων ηθών που την ενδιαφέρει να μάθει ποιος ειναι ο πατέρας του παιδιού της, απάντησε με πικρή ειρωνεία.
~Τι κουβέντες είναι αυτές; Δε θέλω να μιλάς έτσι για τον εαυτό σου. Σε αντίθεση με ότι πιστεύεις εσύ,για μένα και το μωράκι μας είσαι το σημαντικότερο πλάσμα στον κόσμο, είσαι το πολυτιμότερο δώρο του Θεού στις ζωές μας.
Άγγιξε δειλά την κοιλιά της, του φάνηκε πως είχε φουσκώσει μια ιδέα. Την χαϊδέψε τρυφερά τυλιγοντας στην αγκαλιά του το σώμα της. Τα χέρια τους πλεγμένα πάνω στο μικρό ανθρωπάκι ήταν η απόλυτη ευτυχία και μια μαχαιριά στην καρδιά, ταυτόχρονα.
~Πώς είναι; Εξακολουθεί να σε ταλαιπωρεί;
~Οι αναγούλες και οι ζαλάδες συνεχίζονται, ειδικά τις νύχτες.
~Μάλλον αντιδρά γιατί δεν κοιμάστε στην αγκαλιά του πατέρα της.
~Αυτή η σιγουριά σου ότι είναι δικό σου και οτι είναι και κορίτσι.., είπε με ένα πικρό χαμόγελο.
~Είμαι, κορίτσι μου, είμαι απόλυτα σίγουρος και για τα δύο.
Τη γύρισε προς το μέρος του και χαϊδέψε απαλά το πρόσωπο της.
~Λενιω μου, πρέπει να είμαστε μαζί, δε μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτό. Πρέπει να πάρουμε μια απόφαση.
~Τι απόφαση;
~Να φύγουμε, να σε πάρω και να φύγουμε μακριά από αυτό το μέρος. Να απολαύσουμε την εγκυμοσύνη σου και το παιδί μας, όπως του αξίζει.
~Πώς θα φύγουμε; Σαν κλέφτες; Και πώς θα ζήσουμε; Σαν κυνηγημενοι; Θα μας ψάχνουν όλοι, όλο το βάρος των εξηγήσεων και το στίγμα θα πέσει στο Μιλτιάδη και τις αδελφές μου. Και η δουλειά σου; Θα παρατήσεις ένα επάγγελμα που είναι όλη σου η ζωή ;
~Εσύ είσαι όλη μου η ζωή, εσύ και το μωρό μας. Όλα τα άλλα έρχονται δεύτερα.
~Δε θα μας ψάξει ο Ζάχος; Δε θα διεκδικήσει το παιδί του; Στα χαρτιά, το παιδί που θα γεννήσω θα είναι δικό του, θα έχει το όνομά του. Και αν όντως είναι;
~Ας φύγουμε μακριά, να είμαστε μόνοι, και απο εκεί θα συντονισουμε τις ενέργειές μας. Θα του ζητήσεις διαζύγιο, όπως και γω. Έχουμε 6 μήνες μπροστά μας μέχρι να γεννήσεις, όλα μπορούν να αλλάξουν.
~Σταμάτα, δε μπορεί να γίνει, το ξέρεις. Δε μπορώ άλλο, δεν αντέχω. Έχουν σπάσει τα νεύρα μου. Δε μπορώ να ανασανω. Δε μπορώ να συνεχίσω να ζω έτσι, δε γίνεται. Δε μπορώ ουτε να φύγω. Φτάνει πια με αυτό το μαρτύριο. Δεν τη θέλω άλλο τη ζωή μου. Μόνο αυτή είναι λύση, μόνο τότε θα ησυχάσω.
Ήταν σε παραλήρημα, έτρεμε ολόκληρη, έκλαιγε, δεν έλεγχε τον εαυτό της. Η καρδιά του αιμορραγουσε μπροστά σε αυτή την εικόνα. Δε μπορούσε να την ηρεμήσει. Προσπαθούσε να την πιάσει και γλιστρούσε απ' τα χέρια του. Την άρπαξε βίαια και την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του. Τα μάτια του ηταν θολά από τα δάκρυα.
~Ηρέμησε, ψυχή μου, ηρέμησε. Σε παρακαλώ. Εδώ είμαι καρδούλα μου, σε κρατάω,δε σ' αφήνω απ' την αγκαλιά μου. Ησύχασε, το μωράκι μας σε χρειάζεται ήρεμη. Και αυτή την κουβέντα μη μου την ξαναπείς. Αν κάνεις κακό στον εαυτό σου, αν σε χάσω, θα τρελαθώ. Είσαι η ανάσα μου, η πνοή μου. Σε παρακαλώ..
Οι αναπνοές τους κοβόταν από το κλάμα, έτρεμαν και οι δύο, μόνο η σφιχτή αγκαλιά τους μπορούσε να τους ηρεμήσει.
Αφού ηρέμησε, μέσα στο καταφύγιο της, σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε.
~Θέλω να μαι μαζί σου, θέλω το μωρο να είναι δικό σου, θέλω να γεννήσω το παιδί μας στην αγκαλια σου
~Και γω ψυχουλα μου, αυτό θέλω.
~Δε θα τα καταφέρουμε ποτέ, τι να την κάνω τη ζωή μου αν δεν είμαστε μαζί;
~Σταμάτα, σε παρακαλώ, σταμάτα.
Της έκλεισε το στόμα με τα χείλη του, ανταποκριθηκε στο φιλί του. Ένωσαν τα χείλη τους άγρια, παθιασμένα. Δαγκωναν και ρουφουσαν αχόρταγα ο ένας τον άλλον. Μόλις ξεθυμανε η ένταση τους, έγειρε το κεφαλι της στο στήθος του. Φιλούσε το κορμί του πάνω απ' τα ρούχα και τον εσφιγγε στην αγκαλιά της. Χαιδευε και φιλούσε τα μαλλιά της ψιθυριζοντας της πόσο ανάγκη την έχει.
Χωρίστηκαν ξανά, και γύρισαν στις φυλακές τους.
Γυρνώντας στο σπίτι, τον περίμενε ο πατέρας του. Του πρότεινε να κάνουν μια βόλτα οι δύο τους και να συζητήσουν. Δέχτηκε με δισταγμό. Το τελευταίο πράγμα που θα άντεχε αυτή τη στιγμή ήταν κήρυγμα. Περπάτησαν προς την άκρη του χωριού, στον παλιό νερομυλο,σιωπηλοι.
~Αγόρι μου, τι συμβαίνει με την Ελένη; Μίλησε μου. Ανησυχώ, θέλω να σε βοηθήσω.
~Δεν είναι καλά, πατέρα. Τη συνάντησα πριν είναι σε άθλια κατάσταση. Όσο δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε την πατρότητα του μωρού, βουλιάζει. Περνάει απ' το μυαλό της ακόμα και να κάνει κακο στον εαυτό της. Φοβάμαι, πατέρα,φοβάμαι. Αν τους χάσω, θα τρελαθώ.
~Ηρέμησε αγόρι μου, θα βρούμε μια λύση.
Τα λόγια του Λάμπρου τον θορυβησαν. Στο μυαλό του ήρθε η δική του αγαπημένη, η Βαλεντίνη. Τι παιχνίδι της μοίρας είναι αυτό; Εκείνη, όπως και η πρωτότοκη κόρη της, εγκλωβισμένες σε ένα γάμο που τις έκανε δυστυχισμένες, ερωτευμένες με έναν άντρα που δε μπορούν να έχουν, με ένα παιδί στην κοιλιά τους που δεν ξέρουν τίνος είναι. Πάγωσε στην επόμενη σκέψη του. Θα είχαν και το ίδιο τέλος;;; Η Βαλεντίνη, μην αντέχοντας άλλο αυτή την κατάσταση έδωσε τέλος στη ζωή της, αφήνοντας 3 μικρά παιδιά. Ο Μιλτιάδης το ήξερε, μέσα του ηταν σίγουρος πως μόνη της βρέθηκε στο ποτάμι, θολωμένη από την απόγνωση και ας μην το έλεγε ποτέ κανείς. Η Ελένη;; Θα έκανε το ίδιο, με το βρέφος στην κοιλιά της;; Έπρεπε να την προστατέψει, να της δώσει μια σανίδα σωτηρίας. Το χρωστούσε στη μόνη γυναίκα που αγάπησε, το χρωστούσε στο γιο του, το χρωστούσε και στο κορίτσι που έχασε τη μάνα του εξαιτίας του. Το απορημενο βλέμμα του γιου του τον έβγαλε απ' τις σκέψεις του.
~Μη φοβάσαι παλικάρι μου, εγώ είμαι εδώ. Θα σας βοηθήσω. Παρτην και φύγετε μακριά, χωρίς δεύτερη σκέψη.
~Δε θέλει, πατέρα, της το πρότεινα. Φοβάται πως θα ταλαιπωρήσει εσάς και πως θα την κυνηγήσει ο Ζάχος για το θέμα του παιδιού.
~Για μας να μη νοιάζεστε, μπορώ να τα βάλω με θηρία για χάρη σου γιε μου. Και τα κορίτσια το ίδιο. Στο Ζάχο θα μιλησω και γω, όταν περάσει το πρώτο σοκ. Όπως και στη γυναίκα σου.
Αναθαρρησε, η απρόσμενη βοήθεια από τον πατέρα του, τον γέμισε ελπίδα. Έπεσε στην αγκαλιά του σα μικρό παιδί.
~Σ' ευχαριστώ, πατέρα. Δεν ξέρω πως να σε ευχαριστήσω.
~Τίποτα να μην κάνεις αγόρι μου, θέλω μόνο να μου υποσχεθείς κάτι. Δε θέλω ποτέ να δεις το μωρό με καχυποψία, δε θέλω ποτέ να σκεφτείς πως δεν ειναι δικό σου, ούτε να το αδικήσεις όταν θα αποκτήσετε αλλά δικά σας παιδιά. Και πότε να μην πληγωσεις τη γυναίκα σου γι' αυτό το θέμα.
~Ναι, πατέρα, στο ορκίζομαι. Αλλά.. Την είπες "γυναίκα μου". Πρώτη φορά την αποκαλείς έτσι.
~Άργησα αγόρι μου, αργησα πολύ να καταλάβω πως για σένα υπάρχει μόνο μία γυναίκα. Και τα δικά μου λάθη πληρώνετε τώρα και εσείς. Νύχτωσε, ομως, ε; Είναι ώρα να φεύγουμε. Ένα πράγμα θέλω μόνο να σου πω ακόμα, τελευταίο. Πρόσεχε την και πες και στα κορίτσια να την έχουν στην έννοια τους. Φοβάμαι πως θα προσπαθήσει να κάνει κακό στον εαυτό της. Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από έναν άνθρωπο απελπισμένο.
Φοβήθηκε, ο πατέρας του είχε δίκιο, την επόμενη μέρα θα πήγαινε να τη δει, θα μιλούσε και με τη Δρόσω για να την προσέχει διακριτικά. Έτσι και έγινε.

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα