Ας το μάθουν όλοι..

888 17 0
                                    

Ξύπνησε πρώτη, έφυγε αθόρυβα από την αγκαλιά του και βάλθηκε να του φτιάξει το πιο όμορφο πρωινό. Καφεδάκια, φρούτα από το μποστάνι τους και ένα γενναίο κομμάτι από τη μελαχρινή που ήξερε πως του αρέσει.
Διάλεγε με χαρά τα ρούχα που θα φορούσε η κόρη της στην πρώτη της βόλτα και ήταν τόσο απορροφημένη που δεν αντιλήφθηκε πως ο Λάμπρος βρισκόταν πίσω της και παρακολουθούσε με καμάρι τις κινήσεις της. Τα χέρια του που τυλίχτηκαν στη μέση της και ένα έντονο φιλί στο λαιμό την αιφνιδίασαν.
~Καλημερα καρδιά μου, τι είναι όλα αυτά;
~Εβγαλα τα ρούχα της Ευγενίας για το σαραντισμο και είπα να μας φτιάξω ένα εορταστικό πρωινό για να πάει καλά η μέρα.
Κάθισαν στο τραπέζι και τον απολάμβανε καθώς έτρωγε με λαιμαργία το γλυκό της.
~Πώς και το πάθες και αποφάσισες να κόψεις το γλυκό πριν έρθει ο κόσμος;
~Ξερω πόσο σου αρέσει και απ'ότι βλέπω δεν κάνω λάθος,το εγλυψες το πιατάκι, του είπε περιπαιχτικά. Ο άνθρωπος που μου χάρισε αυτό το αγγελάκι είναι πάνω από όλο τον κόσμο και δικαιούται το πρώτο και μεγαλύτερο κομμάτι.
Τα χέρια του μπλέχτηκαν με τα δικά της και τα μάτια και των δύο βουρκωσαν. Κάθε αναφορά στη μικρή τους,τους έφερνε μια πρωτόγνωρη συγκίνηση, σα να μην πίστευαν ακόμα στο θαύμα που είχε συντελεστεί.

Τον κοιτούσε που ετοιμάζονταν για το σχολείο με αγάπη και θαυμασμό. Μέσα της φώλιαζαν οι τύψεις που του στερούσε τη χαρά να είναι μαζί τους αυτή τη μέρα.
Έδιωξε τις κακές σκέψεις και έβαλε στην τσάντα του ένα κομμάτι από την πίτα που έφτιαξε για να κολατσισει στο διάλειμμα.
~Πολυ με φροντίζεις σήμερα κυρία Σεβαστού,βλέπω ε;, την πείραξε ενώ την έκλεινε στην αγκαλιά του. Θυμάσαι πως το μεσημέρι θέλω να φτιάξεις κάτι απλό, τηγάνισε αυγουλάκια για να μην κουραστεις. Μετά θέλω να ξαπλώσεις με την κόρη μας, να χαλαρώσεις και να είσαι ξεκούραστη γιατί έχω σχέδια για το βράδυ.
~Θα με πας για τρέξιμο και θες να μαι ξεκούραστη ή με προετοιμάζεις για τη μαγειρική σου δεινότητα;
~Εννοια σου και αφού φροντίσω το στομαχακι σου μετά έχω σκοπό να σε κουράσω πολύ, της είπε κλείνοντας πονηρά το μάτι.
~Σταματα κολασμένε, θα μου μιλάει ο παπά Γρηγόρης και θα σκέφτομαι το βράδυ. Θα περνάω στο εκκλησάκι και θα πέφτουν οι εικόνες.
Γέλασαν, φιλήθηκαν ξανά και ξανά σα να μην ήθελαν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλον και τον ξεπροβόδισε γλυκά.

Όσο ετοίμαζε την κόρη της, στο μυαλό της δούλευε μια σκέψη. Είχε φτάσει την κατάσταση με το παιδί στο απροχώρητο. Καταλάβαινε και η ίδια πως ήταν πολύ εγωιστικό και ψυχοφθόρο αυτό που έκανε στους αγαπημένους της και ειδικά στον άντρα της. Είχαν δικαίωμα να χαρούν για το νέο μέλος και να εκδηλωθούν ελεύθερα. Ήταν άδικο να τους το στερεί. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να ξεπεράσει το φόβο της και να το ανακοινώσει στο χωριό. Αλλά πώς;

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα