Η Απόφαση

657 19 3
                                    

Περπατώντας σα χαμένη για ώρα, έφτασε κάποια στιγμή στο σπίτι της. Άνοιξε την πόρτα και βρήκε έντρομες τις αδερφές της να την περιμένουν, μαζί με το Ζάχο. Μέσα στον πανικό της είχε ξεχάσει τελείως ότι απόψε θα γυρνούσε ο άντρας της. Βλέποντας την όψη της κάνεις δεν της ζήτησε τα ρέστα για την απουσία της. Κάθισε στο τραπέζι και έφαγαν όλοι μαζί. Δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα της, κλωθογύριζε το πιάτο με το πιρούνι και δεν άκουγε λέξη από όσα συζητούσαν τα κορίτσια και ο άντρας της. Η Ασημινα με τη Δροσω, μιλούσαν ακατάπαυστα στο Ζάχο, ρωτώντας τον για την Άρτα και τις μέρες του εκεί για να καλύψουν την ανυπαρξία της αδερφής τους. Οταν τελείωσαν το γεύμα τους, το ζευγάρι πήγε στο δωμάτιο. Ο Ζάχος την πλησίασε από πίσω και πέρασε τα χέρια του στη μέση της. Μύριζε ολόκληρη το άρωμα Εκείνου. Τον ανατρίχιασε, τον πάγωσε αλλά και τον πείσμωσε ακόμα περισσότερο να την κάνει δική του. Η Ελένη δεν είχε καμία διάθεση για όλο αυτό, προσπάθησε να τον αποφύγει, αλλά στο τέλος υπέκυψε στη μοίρα της. Όση ώρα έκανε έρωτα με το Ζάχο απέφευγε με κάθε τρόπο το φιλί του. Παρέδιδε το σώμα της, αλλά κανείς δε θα μόλυνε τα ίχνη από το φιλί Εκείνου στα χείλη της. Ο Ζάχος κρατούσε στα χέρια του μια άψυχη κούκλα, το ένιωθε, αλλά ήταν τόση η αγάπη που της είχε, που δικαιολογούσε τα πάντα. Σε ένα άλλο σπίτι, στην άλλη άκρη του χωριού, μια γυναίκα περίμενε καρτερικα τον άντρα της, δέχτηκε την αδικαιολογητη καθυστέρηση του, τη σιωπή του όση ώρα έτρωγαν, και την επιμονή του να κρατάει τα μάτια του σφιχτά κλεισμένα όση ώρα της έκανε έρωτα. Δέχτηκε ακόμα και το διακριτικό άρωμα μιας άλλης γυναίκας στα ρούχα, τα χέρια και το λαιμό του χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις. Ο Λάμπρος δε μπορούσε να την κοιτάξει στα μάτια, δεν άντεχε στην εικόνα καμίας άλλης γυναίκας πέρα από Εκείνης. Λίγη ώρα μετά, ξαπλωνε με τη Θεοδοσία να κοιμάται στην αγκαλιά του, και το μυαλό του να ταξιδεύει στη γεύση του φιλιού της Ελένης.
Η Ελένη, φόρεσε βιαστικά τη ρόμπα της λες και ήθελε να καλύψει τη γύμνια της, και ζήτησε από το Ζάχο να μιλήσουν.
~Όχι τώρα καρδιά μου, είμαι πτώμα. Αύριο.
~Τώρα Ζάχο, θέλω να σου μιλήσω. Δε μπορώ να περιμένω ως αύριο. Έχω πάρει κάποιες αποφάσεις και θέλω να τις μοιραστώ μαζί σου.
~Σ' ακούω Λενιω μου.
~Οι δουλειές στα χωράφια είναι πολλές και επίπονες, η απουσία του πατέρα μου αφήνει δυσαναπληρωτο κενό. Η μόνη λύση είναι να μετακομίσουμε στο πατρικό μου και να τα αναλάβω εγώ. Έτσι, θα μπορώ να προσέχω και τις μικρές και να έχω το κεφάλι μου ήσυχο.
~Ποιες μικρές Ελένη; Τα κορίτσια είναι σε ηλικία γάμου πια. Και στα χωράφια μπορουμε να προσλάβουμε έναν επιστάτη. Δε χρειάζεται να διαλύσουμε τη ζωή μας.
~Ποια ζωή μας;; Τη μοναξιά μου;Είμαι όλη τη μέρα μόνη μου και κάθε λίγο και λιγάκι λείπεις σε ασκήσεις και μένω ολομόναχη. Αυτή είναι η ζωή μου 2 χρόνια τώρα Ζάχο και δε λεω τίποτα για να μη σε κακοκαρδισω. Αλλά τώρα δε θα κάνω πίσω. Μπορούμε να μείνουμε εδώ, και να πηγαίνεις κάθε μέρα στη δουλειά σου.
~Θα το συζητήσουμε αύριο. Κοιμήσου τώρα. Έτσι κι αλλιώς έχεις ήδη πάρει τις αποφάσεις σου. Της απάντησε προβληματισμενος. Το μυαλό του βασάνιζε η σκέψη ότι άλλος ήταν ο λόγος που η Ελένη ήθελε να επαναπατριστει.
Το πρωί, η ατμόσφαιρα στο σπίτι ήταν ηλεκτρισμένη. Ο Ζάχος ντύθηκε βιαστικά, ήπιε δυο γουλιες από το καφέ του και έφυγε. Χαιρέτησε τα κορίτσια, φίλησε την Ελένη στα μαλλιά και της είπε "θα γίνει αυτό που θες"
Η Ελένη έμεινε να τον κοιτάει να ξεμακραινει. Αγνοεισε τα εξεταστικα βλέμματα των αδερφών της και αρκέστηκε να τους πει "Θα μείνουμε εδώ, μαζί σας. Δε σας πειράζει;"
Τα κορίτσια κοιταχτηκαν, αγκάλιασαν την αδερφή τους και τη διαβεβαίωσαν για το πόσο πολύ χαίρονται με την απόφαση τους. Τα μεταξύ τους βλέμματα φώναζαν "ανησυχία" αλλά δεν τολμούσαν να της πουν κουβέντα.
Πήγε στα χωράφια και δούλεψε όλη μέρα χωρίς σταματημό. Προσπαθούσε να κρατάει το μυαλό της διαρκώς απασχολημένο και να σβήσει κάθε θύμηση του, ή μήπως όχι;
Ο Λάμπρος πήγε όπως κάθε μέρα στο σχολείο, αλλά η αϋπνία και η έγνοια τον είχαν καταβάλει. Ένα πράγμα μόνο γύριζε στο μυαλό του "να τη συναντήσει όσο πιο γρήγορα γίνεται"
Η πολυπόθητη συνάντηση δεν ήρθε. Για μέρες δεν αντάμωσαν και αυτό θεριευε τη λαχτάρα τους και ας μην το παραδέχονταν.

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα