Ευγενία

679 19 2
                                    

Διαφανι, 15 Μαρτίου 1960

Ο καιρός περνούσε. Η κατάσταση της Ελένης ήταν σταθερή, χωρίς πισωγυρισματα αλλά και χωρίς καμία πρόοδο. Ο Λάμπρος περνούσε όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε πλάι της, η καρδιά του όμως καίγονταν από την ανάγκη του να τη νιώσει. Να νιώσει το φιλί της, το χάδι της, την αγκαλιά της, τη ζεστασιά της, το σκίρτημα του μωρού. Το μυαλό του έτρεξε πίσω στις συμβουλές του ψυχολόγου. Ίσως ήταν η ώρα να την ωθήσει στο επόμενο βήμα. Το μεσημέρι που θα πήγαινε στο σπίτι της, θα της έκανε την πρότασή του.
~Καλώς τον, έλα κάθισε. Μόλις έβγαλα το φαγητό, να βάλω να φάμε μαζί;
~Ναι, καρδιά μου, βάλε. Μοσχοβολαει όλο το σπίτι απ' το σπετζοφαι σου.
Έφαγαν και κουβεντιασαν ήρεμα για ώρα. Το κλίμα μεταξύ τους ήταν πολύ καλό.
~Λενιω μου, έχω μια ιδέα, τι λες να πάμε μια βολτίτσα; Θα σου κάνει καλό να βγεις έξω, να πάρεις λίγο καθαρό αέρα, να περπατήσεις.
Στο άκουσμα της πρότασης, έχασε το χρώμα της. Δεν ειχε βγει από το σπίτι 1,5 μήνα. Τώρα τελευταία κατέβαινε για λίγο στην αυλή και αυτό πάντα με παρέα. Πώς της ζητούσε κάτι τέτοιο;
~Λάμπρο, δεν ξέρω. Δεν έχω ξαναβγεί. Δεν ξέρω αν είμαι έτοιμη για αυτό, είπε δειλά με κατεβασμένο κεφάλι.
~Καρδούλα μου, αν δε δοκιμάσουμε, δε θα μάθουμε. Δε γίνεται να μείνεις κλεισμένη εδώ μέσα για πάντα. Θα είμαστε μαζί, δε θέλω να φοβάσαι τίποτα. Θα πάμε όπου λαχταράει η ψυχούλα σου, στα χωράφια, στα ρεματιά, για γλυκό, απλή βόλτα με το αμάξι. Ότι θέλεις εσύ. Ε, τι λες;, σήκωσε απαλά το πρόσωπο της με τις άκρες των δαχτύλων του και κοίταξε βαθιά μέσα τα μεγάλα καστανοπρασινα μάτια της. Ο φόβος που έβλεπε μέσα τους, τον τσάκιζε.
~Εντάξει, πάμε. Αλλά για λίγο. Αν δε νιώσω καλά ή κουραστώ θα γυρίσουμε πίσω, μου το υπόσχεσαι;
~Φυσικά, ψυχή μου. Ποτέ δε θα σε ζοριζα. Για το καλό σου το κάνω, το ξερεις, έτσι δεν είναι;
Εγνεψε καταφατικά και το χέρι της αναζήτησε το δικό του, πάνω στο τραπέζι. Έμπλεξαν τα δάχτυλα τους, δίνοντας δύναμη και κουράγιο ο ένας στον άλλον.

Το επόμενο απόγευμα, που ο Ζάχος είχε υπηρεσία, ο Λάμπρος και η Ελένη ετοιμαζόταν για την πρώτη τους βόλτα. Είχε πολύ άγχος, θα το άντεχε άραγε η αγαπημένη του, θα τα κατάφερνε; Ήθελε να της δώσει χαρά, να της τονώσει το ηθικό, να τη βοηθήσει να κάνει το επόμενο μεγάλο βήμα προς τη λύτρωση. Ήταν αισιόδοξος, το Λενιω του, του είχε αποδείξει πολλές φορές πόσο δυνατό κορίτσι ήταν.

Στο Σταμιρεικο, η Δρόσω είχε μετατρέψει την πρώτη βόλτα της αδερφής της στη ρεματιά, σε γιορτή. Της είχε φτιάξει τα μαλλιά, την έβαψε και της σιδερωσε το καλό γαλάζιο φόρεμα που της είχε αγοράσει ο Λάμπρος πριν λίγες μέρες. Την άφησε να ντυθεί και κατέβηκε στο κοτέτσι να ταΐσει τις κότες. Μέσα στην καμαρη, η Λενιω έσπασε. Την κυρίευσε φόβος και πανικός. Ένιωθε τα πόδια της να τρέμουν, ήταν αδύνατο να κάνει βήμα. Η ανάσα κόλλησε στο λαιμό της, αισθανόταν τον αέρα να σώνεται μέσα στο δωμάτιο, όλα γύρω της γύριζαν. Σωριάστηκε στο πάτωμα, δίπλα στη ντουλάπα και κουλουριαστηκε σα μωρό. Κρατούσε σφιχτά την κοιλιά της και έκλαιγε με αναφιλητα.

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα