Ένα βήμα πιο κοντά στο "ΜΑΖΙ"

839 18 1
                                    

Ξύπνησε απ' το πρώτο φως της αυγής που έμπαινε στη σπηλιά, τεντωσε το σώμα της να ξεπιαστει μέχρι να συνειδητοποιήσει που βρίσκεται. Τον είδε δίπλα της να διορθώνει τη φωτιά που είχε ατονισει.
~Καλημέρα, καρδιά μου.
~Καλημέρα, δε σε είδα δίπλα μου και ανησύχησα.
~Εδώ είμαι κορίτσι μου, λίγο ακόμα και θα βαρεθείς να με βλέπεις πλάι σου το πρωί όταν ξυπνάς, είπε και έσκυψε να της δώσει το πρώτο φιλί της ημέρας.
~Ποτέ δε θα βαρεθώ, ποτέ. Θα μαι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου.
Την κράτησε στην αγκαλιά του, η φωτιά ζέσταινε τα κορμιά τους και το χιόνι συνέχιζε να πέφτει μαλακα έξω.Ήταν μια εικόνα παραμυθιού. "Κάπως έτσι πρέπει να ναι η απόλυτη ευτυχία" σκέφτηκε ενώ κουλουριαζε στην αγκαλιά του. Κάθε παραμύθι, όμως, έχει και το δράκο του. Και αυτό το παραμύθι εκτός από τον πρίγκιπα και τη νεράιδα του είχε και πολλούς δράκους που ήθελαν να χαλάσουν την ευτυχία τους.
~Λάμπρο, θέλω μια χάρη.
~Ότι θέλεις, ψυχή μου, πες μου.
~Θέλω να περιμένουμε 2 μέρες και να τους μιλήσουμε μετά. Αύριο είναι ο γάμος της Ασημινας,δε θέλω να της χαλάσω την ομορφότερη στιγμή της ζωής της. Εντάξει;
~Τι μου ζητάς;; Να σε αφήσω άλλες δυο μέρες στα χέρια ενός ανθρώπου που σε βιάζει συστηματικά;; Δε μπορώ Ελένη, ξέχνα το.
~Σε παρακαλώ, καρδιά μου,κάνε μου τη χάρη. Δε θα με αγγίξει. Απόψε θα του ζητήσω να κοιμηθώ με τις αδερφές μου, τελευταίο βράδυ στο ίδιο δωμάτιο. Αύριο μετά το γάμο, αποκλείεται να μου κάνει κακό.
~Δεν τον εμπιστεύομαι, Ελένη. Αλλά βλέπω ότι γνώμη δε σου αλλάζω, το πείσμα το σταμιρεικο δεν υποχωρεί. Ας γίνει, όπως θέλεις.
Τον γέμισε φιλιά και γουργουρισε ευτυχισμένη στην αγκαλιά του για κάμποσα λεπτά.
~Πέρασε η ώρα, πρέπει να φύγω, του είπε θλιμμένα.
Την κράτησε λίγο ακόμα στην αγκαλιά του, να γεμίσει τα πνευμόνια του από το άρωμα και τον έρωτα της.
Χωρίστηκαν, άλλη μια φορά.
Γύρισε σπίτι του και βρήκε τον πατέρα του να τον περιμένει στην πόρτα.
~Τι καμώματα είναι αυτά, Λάμπρο; Τι είσαι; Έφηβος; Βγαίνεις νύχτα και γυρνάς χαράματα; Πού ήσουν όλο το βράδυ; Σκέφτεσαι τι θα πει το χωριό αν σε δει να γυρνάς μες στη νύχτα; Θυμάσαι ότι έχεις μια γυναίκα που σε περιμένει και αγωνιά;
~Δυστυχώς, όσο και να θέλω, δε μπορώ να το ξεχάσω.
~Δε ντρέπεσαι; Τι κουβέντες είναι αυτές;
~Δε με νοιάζει, πατέρα, τίποτα. Όσο σκεφτόμουν τι θα πουν και τι θα νιώσουν οι άλλοι ήμουν δυστυχισμένος. Φτάνει, ως εδώ. Τώρα θα ζήσω όπως θέλω εγώ. Δε με νοιάζει τι θα πει το χωριό αν με δει έξω τη νύχτα, δε δίνω δεκάρα.
~Που ήσουν Λάμπρο; Με την Ελένη;
~Ναι, με την Ελένη. Μαζί της θα είμαι σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου.
~Τι λες αγόρι μου, ξεχνάς οτι είστε παντρεμένοι;
~Αυτό είναι ένα εμπόδιο που σύντομα θα πάψει να υπάρχει. Θα χωρισουμε, πατέρα. Θα δώσουμε ένα τέλος σε αυτούς τους γάμους - παρωδία. Θα μιλήσω στη Θεοδοσία και εκείνη θα μιλήσει στο Ζάχο και θα ζητήσουμε διαζύγιο.
~Λάμπρο, τι λες;; Η Θεοδοσία σε αγαπάει, θες να τη διαλύσεις;
~Η Θεοδοσία με αγαπάει και είναι άξια και καλή γυναίκα, αλλά εγώ δεν είμαι ερωτευμένος μαζί της. Ποτέ δεν ήμουν. Ήταν ένα λάθος αυτός ο γάμος, το δεύτερο μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου μετά απ' το γεγονός οτι δεν τηρησα την υπόσχεση που έδωσα στην Ελένη. Μόνο εκείνη αγάπησα, μόνο για κείνη γεννήθηκα,για να είμαι δίπλα της, να την αγαπώ μέχρι θανάτου. Τη Θεοδοσία τη συμπάθησα σαν άνθρωπο αλλα δεν την αγάπησα ποτέ. Ο γάμος μας ήταν ένα τεράστιο λάθος. Από τη μεριά μου ήταν μια ηλιθια προσπάθεια να ξεπεράσω την Ελένη. Από τη μεριά της ήταν μια καλοστημένη παγίδα που έστησε με τη μάνα της και γω σα βλακας έπεσα μέσα. Δε νομίζεις οτι είναι πολύ βαρύ τίμημα να πρέπει να ζήσω μια ζωή πλάι της δυστυχισμένος επειδή έκανα το λάθος να πλαγιασω μαζί της;
~Πώς θα τη χωρίσεις αγόρι μου; Θα την κάνεις κομμάτια.
~Πατέρα, είναι καλύτερα να ζει μόνη της και να ξαναφτιάξει τη ζωή της παρά να ζει πλαι σε έναν άνθρωπο που δεν την αγαπάει,που ακόμα και όταν πλαγιαζει μαζί της, κλείνει τα μάτια και σκέφτεται ότι έχει μια αλλη γυναίκα στην αγκαλιά του για να αντέξει.
~Ξέρω καλά αυτό το βάσανο, αγόρι μου. Ξέρω πως είναι να λαχταράς μια γυναίκα και να μην την έχεις ποτέ όπως πρέπει. Ξέρω τον πόνο που σας καίει τα σωθικά. Δεν ξέρω τι πρέπει να σου πω, τι να σε συμβουλεψω σαν πατέρας. Να ακολουθήσεις την καρδιά σου και να ζήσεις ευτυχισμένος ή να συμβιβαστείς; Εγώ έπραξα το δεύτερο και το πλήρωσα ακριβά. Κάνε ότι σου λέει η καρδιά σου παλικάρι μου. Εγώ, θα μαι εδώ να σε στηρίζω. Χάσαμε τον αδερφό σου, δε θα αντέξω να χάσω και σενα. Το μόνο που θέλω είναι να φερθεις με σεβασμό και υπευθυνότητα στη γυναίκα σου, πλήγωσε την όσο το δυνατόν λιγότερο, δεν της αξίζει ολο αυτό.
Έμεινε άφωνος από τα λόγια του πατέρα του. Περίμενε να τον βρει απέναντί του και αντ' αυτού βρήκε ενα Μιλτιάδη γεμάτο συμπόνια και κατανόηση. Αλλά, τι ήταν αυτό που του είπε;;; Ποια γυναίκα αγάπησε και δεν την είχε;;
~Πατέρα, τι λες;; Με ποια γυναίκα ήσουν ερωτευμένος και το κατεπνιξες;;
~Δεν έχει σημασία, παλικάρι μου. Αυτή είναι μια πολύ παλιά ιστορία που πονάει και μόνο η θύμιση της.
Δεν επέμεινε, σεβάστηκε την επιθυμία του πατέρα του να κρατήσει αυτή την ιστορία για τον εαυτό του. Πού να ξερε ότι αυτή η γυναίκα δεν ήταν άλλη από τη μάνα της γυναίκας που αγαπάει. Πού να ξερε πως η σπηλιά που στεγασε τον έρωτα τους όλη τη νύχτα ήταν η ίδια σπηλιά που έβρισκε καταφύγιο ο παράνομος έρωτας του Μιλτιάδη και της Βαλεντίνη. Κάτι παράξενα παιχνίδια που παίζει η μοίρα καμία φορά..
Κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του για να ετοιμαστεί για το σχολείο. Η Θεοδοσία που άκουσε ολη τη συνομιλία πίσω από την κλειστή πόρτα του σαλονιού, ίσα που πρόλαβε να κρυφτεί. Σκούπισε τα δάκρυα της και υποκριθηκε την κοιμισμένη. Η καρδιά της έγινε χίλια κομμάτια. Ο άνθρωπος που λάτρευε την έβλεπε σαν ενα βαρίδι που ετοιμαζόταν μα πετάξει από πάνω του χωρίς καμία τύψη. Το μυαλό της κατακλυζονταν από χιλιάδες σκέψεις, πως θα το αντιμετώπιζε όλο αυτό;;;
Η Ελένη μπήκε δειλά στο σπίτι, ήξερε πως ήταν νωρίς ακόμα για να έχει γυρίσει ο άντρας της από την υπηρεσία,αλλά δεν ήθελε να ανησυχήσει τα κορίτσια. Και οι δυο πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους μόλις την άκουσαν.
~Ελένη πού ήσουν; Πεθάναμε από την αγωνία όλο το βράδυ, είπε η Δρόσω με τρεμαμενη φωνή.
~Συγγνώμη κορίτσια, συγγνώμη. Δεν ήθελα να σας ανησυχήσω.
~Έλα Δρόσω, μην επιμένεις. Αστην, αν θέλει θα μας πει από μόνη της. Πήγαινε Λενάκι μου να αλλάξεις και εγώ θα ψήσω καφεδάκια και θα ετοιμάσω κάτι να φάμε, είναι μεγάλη μέρα σήμερα.
Σε λίγα λεπτά ήταν καθισμενες και οι τρεις στο τραπέζι του σαλονιού και έπιναν τα καφεδάκια τους σιωπηλες.
~Κορίτσια, ξέρω πως είναι η πιο ακατάλληλη στιγμή, αλλά δε μπορώ να το κρατάω άλλο μέσα μου. Εδώ και κάποιες βδομάδες βρίσκομαι με το Λάμπρο. Προσπάθησα πολύ να το αποφύγω αλλά είναι πάνω απ' τις δυνάμεις μου. Τον αγαπώ, τον αγαπούσα από πάντα. Δε μπορώ να ζω άλλο μακριά του. Αποφασίσαμε να πάρουμε διαζύγιο και να ζησουμε μαζί. Όταν με το καλό περάσει ο γάμος θα μιλήσουμε στους συζύγους μας.
Τα κορίτσια έμειναν άφωνα. Είχαν καταλάβει πως η αδερφή τους ξαναβρισκονταν με το Λάμπρο αλλά δεν πίστευαν ότι θα έφταναν στο σημείο να τα τινάξουν όλα στον αέρα.
~Λενάκι μου, πώς θα το κάνετε;; Σκέφτεσαι τι θα πει το χωριό;; Οι συζυγοι σας πως θα το πάρουν;; Θα ξεσπάσει πόλεμος, είπε η πάντα μετρημένη Ασημίνα.
~Να το κάνετε Λενιω μου, εγώ είμαι μαζί σας. Ο έρωτας σας είναι σαν αυτούς που περιγράφουν στα πιο όμορφα ρομαντικά βιβλία. Είναι παραμυθένιος. Είναι κρίμα να μην το ζήσετε, είπε η μικρή και η Ασημίνα την αγριοκοιταξε.
~Σ' ευχαριστώ καρδούλα μου. Ασημίνα μου, δε μπορώ να σκεφτώ τι θα πει ο κόσμος. Πότε δε με ενδιέφερε, λες να με νοιάζει τώρα; Ο κόσμος ας ζήσει μια μέρα από τη ζωή μου να δει τι περνάω και μετά να μου πει αν θα έμενε ή όχι σ' αυτό το γάμο από υποχρέωση. Μετάνιωσε την ίδια στιγμή, γι αυτό που ξεστόμισε μπροστά στα κορίτσια. Δεν ήθελε να μάθουν τι περνούσε κάθε βράδυ, ήθελε να της προστατεύσει από αυτό.
~Τι περνάς Λενιω μου; Τι εννοείς;; Δε σου φέρεται καλά ο Ζάχος;
~Όχι Ασημινακι μου, όχι. Μια χαρά μου φέρεται, αλλά εγώ δεν τον αγαπάω. Δεν τον αγάπησα ποτέ ήταν πολύ μεγάλο λάθος που τον παντρεύτηκα για να πληγωσω το Λάμπρο.
~Αδερφή μου, φοβάμαι για σένα. Δε θέλω να έχεις προβληματα. Αλλά θέλω πιο πολύ από οτιδήποτε να είσαι ευτυχισμένη. Θα είμαι στο πλευρό σου ότι και αν αποφασίσεις. Μαζί με τη Δροσούλα μας θα γίνουμε ασπίδα που θα σε προστατεύσει από οποιονδήποτε τολμήσει να σε κακολογησει.
Τα κορίτσια αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Η Ελένη δεν περίμενε τόσο θετική αντιμετώπιση από τις αδελφές της. Η αγάπη τους τη συγκίνησε και έφερε δάκρυα χαράς και ανακούφισης στα μάτια της. Τώρα ένιωθε πιο δυνατή.
~Ας αφήσουμε τώρα εμένα και ας ασχοληθούμε με την ομορφότερη νύφη του κάμπου, σήμερα η μέρα είναι δική σου, ψυχούλα μου.
Μέχρι το βράδυ τα κορίτσια ήταν απορροφημενα με τις προετοιμασίες του γάμου, ο Ζάχος ήταν στο καφενείο για να μην τον ζαλίζουν. Κάποια στιγμή στο καφενείο εμφανίστηκε και ο μέλλων γαμπρός. Οι δύο μπατζανακηδες, αν και δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις καθησαν μαζί, παρέα με άλλους άντρες του χωριού. Σε λίγο, το κατώφλι του καφενείου πέρασε ο Λάμπρος. Ο Νικηφόρος τον προσκάλεσε να πιει ένα κρασάκι μαζί τους για το καλό. Οι δυο άντρες της Ελένης βρέθηκαν στην ίδια συντροφιά. Ο ένας κοιτούσε με μίσος τον άλλον και περίμενε μια αφορμή για να ξεσπάσει.
H αφορμή δεν άργησε να δοθεί. Λίγο πριν φύγει ο Λάμπρος, που δε θα παρευρισκονταν στο γάμο λόγω της οικογενειακής κόντρας, έδωσε τις ευχές του στο Νικηφόρο:
~Ξάδερφε να είστε σε όλη σας τη ζωή αγαπημένοι και ερωτευμένοι όπως είστε σήμερα. Μόνο έτσι θα είστε ευτυχισμένοι. Οι γάμοι που βασίζονται στην αμοιβαία αγάπη και τον έρωτα είναι πάντα επιτυχημένοι. Σε αντίθεση με τους γάμους που γίνονται από πείσμα και γινατι χωρίς συναίσθημα που είναι καταδικασμενοι να αποτύχουν. Είστε τυχεροί που ανήκετε στην πρώτη κατηγορία, είπε ρίχνοντας μια φαρμακερή ματιά στο Ζάχο που έβραζε μέσα του.
~Ο έρωτας είναι μια φούσκα, δάσκαλε,ειδικά από ανθρώπους λίγους που δεν έχουν το θάρρος να τον υπερασπιστουν και να τον τιμήσουν αλλά το βάζουν στα πόδια. Ο σεβασμός και το νοιαξιμο κρατάει ένα γάμο, καγχασε ο Ζάχος.
~Μην πιάνεις στο στόμα σου τη λέξη "σεβασμός" χάνει το νόημά της, αντιγύρισε ο Λάμπρος με οργή.
~Τι είπες ρε αλήτη;, ούρλιαξε ο Ζάχος και πετάχτηκε όρθιος.
Ευτυχώς μπήκαν στη μέση ο Νικηφόρος και ο Φανούρης κ η κατάσταση δεν εκτροχιαστηκε.
Ο Λάμπρος γύρισε σπίτι του, έξαλλος από θυμό γι' αυτόν τον άνθρωπο. Η Θεοδοσία τον περίμενε με ανοιχτές αγκάλες θέλοντας να τον "αποζημιώσει" για το χτεσινό καβγαδάκι τους και να κερδίσει τον άντρα της πίσω. Η προσπάθεια της πήγε στο βρόντο, ο Λάμπρος πιο αδιάφορος από ποτέ, γύρισε πλευρό και έκανε ότι κοιμάται χωρίς να δώσει εξηγήσεις.
Ο Ζάχος γύρισε στο σπίτι και βρήκε τα κορίτσια να ετοιμάζονται για ύπνο. Οι μικρές τον καληνυχτησαν και πήγαν στο δωμάτιό τους ενώ η Ελένη τον ακολούθησε στο δικό τους για να του ζητήσει τη χάρη να κοιμηθεί για τελευταία φορά με τις αδερφές της. Έβραζε από θυμό, ακόμα και η εικόνα της, του προκαλούσε οργή.
~Να πας όπου θες, αλλά πρώτα θα με ικανοποιήσεις, της απάντησε με ωμότητα.
Το μάτι του γυάλιζε και την έκανε να τρέμει από φόβο. Την άρπαξε από τα μαλλιά και την έβαλε να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού. Στάθηκε ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό της και ξεκουμπωσε το παντελόνι του. Το τρομαγμένο βλέμμα της, τα δάκρυα που έτρεχαν ποτάμι και ο πνιγμός της τον γέμιζαν ηδονή. Ένιωθε πως με την πράξη του εκδικείται την άπιστη σύζυγο και τον εραστή της που τόλμησε να τον προσβάλλει μπροστά σε τόσο κόσμο. Όταν εκτονωθηκε, τράβηξε το χέρι του απ' τα μαλλιά της και της έδειξε την πόρτα, δίνοντας της την άδεια να πάει στις αδερφές της. Χώθηκε στο μπάνιο, ευτυχώς χωρίς να τη δουν τα κορίτσια. Έτριβε το πρόσωπό της με μανία να φύγει κάθε ίχνος δικό του. Ένιωθε ταπεινωμενη, ξεφτιλισμενη, ανήμπορη. Μόλις ηρέμησε από το σοκ, φόρεσε ένα ψεύτικο χαμόγελο και μπήκε στο παιδικό της δωμάτιο, κοιμήθηκαν αγκαλιασμενες όπως παλιά. Ήταν η πρώτη φορά μετά από καιρό που κατόρθωσε να κοιμηθεί ήρεμα μέσα στο σπίτι της, στην αγκαλιά τους ένιωθε ασφαλής.
Η επόμενη μέρα ήταν μέρα χαράς, γλέντησαν με την ψυχή τους και ευχήθηκαν στο νιόπαντρο ζευγάρι όλα τα καλά του Θεού. Η Ελένη καμαρωνε για την αδερφή της και εύχονταν να ζήσει μια ζωή όπως την έχει ονειρευτεί. Φορούσε ένα στενό κατακόκκινο φόρεμα και με τα λυτά μαλλιά της έλαμπε από ομορφιά. Ο Ζάχος δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της. Η αγνή αγάπη του είχε μετατραπεί σε ένα αρρωστημένο σαδιστικό πάθος. Τη σήκωσε για να χορέψουν. Δεν ήθελε, αλλά δεν είχε καμία διάθεση να τον προκαλέσει. Όση ώρα τη χόρευε, την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του και της ψιθυριζε πως είναι δικιά του και δεν πρέπει να το ξεχνάει ποτέ..
Ο Λάμπρος σε μια γωνιά, κρυμμένος, έφτασε ως εκεί μόνο για να τη δει για δυο λεπτά. Η εικόνα της στην αγκαλιά του τον τάραξε, τα πόδια του κόπηκαν και τον έπιασε ναυτία. Ούτε κατάλαβε πως γύρισε σπίτι του, θυμάται μόνο να ξυπνάει στον καναπέ του με ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι κρασί δίπλα του.
Μόλις τελείωσε το γλέντι η Ελένη με το Ζάχο και τη Δροσω γύρισαν στο σπίτι. Ήλπιζε πως μετά από μια τόσο κουραστική και όμορφη βραδιά δε θα είχε το κουράγιο να την κακοποιησει. Έκανε λάθος.
Την επόμενη μέρα όλο το χωριό ζούσε στα "απόνερα" του γάμου της χρονιάς. Η Βιολέτα πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του Μιλτιάδη. Ήθελε να τους ενημερώσει πως ειδοποίησε ο ιατροδικαστης ότι αύριο θα ανακοινώσει το πόρισμα του και πως απόψε θα γιόρταζε στο καφενείο τα γενέθλιά της και ήταν καλεσμένοι. Δεν τους άφησε περιθώριο να αρνηθούν.
Ο Λάμπρος πήγε στο σχολείο, πάλευε να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του και να οργανώσει το πως θα μιλήσει στη Θεοδοσία για να την πικρανει όσο το δυνατόν λιγότερο. Μόλις έφυγαν τα παιδιά και ενώ ήταν απορροφημενος με το διορθωμα των γραπτών, ένιωσε την παρουσία της και σήκωσε το βλέμμα του προς την πόρτα. Τα παράτησε όλα και έτρεξε να την πάρει στην αγκαλιά του.
~Μου έλειψες, νεράιδα μου, μου έλειψες της ψιθύρισε καθώς τη γέμιζε φιλιά.
~Και μένα ψυχή μου, γι' αυτό πέρασα να σε δω.
~Να σου ζήσουν οι νεόνυμφοι και σύντομα να σε κάνουν θεία.
Τον ευχαρίστησε με ένα φιλί και μια σφιχτή αγκαλιά.
~Τι έγινε προχτές; Ήρθατε στα χέρια με το Ζάχο μέσα στο καφενείο;; Δεν είπαμε να μην τον προκαλείς ρε Λάμπρο;
~Δε μπόρεσα να κρατηθώ, ψυχή μου, συγγνώμη. Σε πείραξε; Πες μου, σε άγγιξε αυτές τις μέρες;
~Όχι, όχι, καρδιά μου, μην ανησυχείς.
Είχε τόσο ανάγκη να την πιστέψει που δεν έδωσε βάση στα μάτια της που φώναζαν ότι του λέει ψέματα.
~Μας ειδοποίησε ο ιατροδικαστης, αύριο θα βγει το πόρισμα.
~Αλήθεια; Δεν ξέρω τι να σου ευχηθώ, δεν ξέρω ποιο από τα δυο ενδεχόμενα θα προκαλέσει λιγότερο πόνο.
Ανασηκωσε τους ώμους του μη έχοντας απάντηση να της δώσει.
~Απόψε θα πάμε στο καφενείο, για τα γενέθλια της Βιολέτας. Μόλις θα γυρίσουμε σπίτι, θα μιλήσω στη Θεοδοσία. Στον πατέρα μου μίλησα ήδη, με στηρίζει Ελένη. Έχει ζήσει λέει μια παρόμοια ιστορία και μπορεί να με νιώσει.
~Ο Μιλτιάδης;; Ερωτευμένος με άλλη γυναίκα πέρα από τη μητέρα σου;; Δεν είχα ακούσει ποτέ τίποτα. Και γω μίλησα στις αδερφές μου, είναι στο πλευρό μου, αγάπη μου. Παρά τους ενδοιασμούς τους, με στηρίζουν. Το βράδυ, μόλις γυρίσουμε από τα γενέθλια θα μιλήσω και γω στο Ζάχο.
~Καρδιά μου, φοβάμαι την αντίδραση του. Θέλεις να έρθω μαζί σου; Έστω να είμαι κάπου έξω από το σπίτι για να επέμβω αν χρειαστεί;
~Όχι, ψυχή μου, αυτό είναι κάτι που πρέπει να το κάνω μόνη μου. Πρέπει να αναλάβω τις συνέπειες των επιλογών μου. Φτάνει, όμως, με τους άλλους. Κράτησε με λίγο στην αγκαλιά σου, φίλα με, σ' έχω ανάγκη πολλή.
Την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του, τη φίλησε ξανά και ξανά με πάθος. Τον δάγκωσε στο κάτω χείλος προκαλώντας γέλια και στους δύο τους. Αφού γευτηκαν για ώρα καθε σπιθαμή των χειλιών, των στοματων και των λαιμων τους τραβήχτηκε από την αγκαλιά του.
~Πρέπει να φύγω, ψυχή μου, άργησα πολύ.
~Ένα φιλί ακόμα, ένα τελευταίο να ρουφηξω τη ζεστασιά σου για να βγάλω τη μέρα, της ψιθύρισε και βύθισε τη γλώσσα του στο στόμα της.
Κάθε αποχωρισμός τους ήταν επίπονος, αυτός εδώ ήταν ακόμα πιο οδυνηρός. Ίσως γιατί ένοιωθαν πως πλησιάζουν στο τέλος. Ποιο τέλος όμως; Κάνεις τους δε μπορούσε να διανοηθεί πως θα εξελισσόταν αυτή η μοιραία βραδιά..

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα