19ος.

194 25 19
                                    

Κάσπιαν.

Την κοιτούσα πως αρνούταν να μου ρίξει ένα βλέμμα, τα χαρακτηριστικά της κρεμασμένα δηλώνοντας την κακή της διάθεση. Κι εγώ ήμουν στην ίδια μοίρα με αυτήν, τι έφταιγα και ήταν έτσι απέναντί μου? Βρήκα τον εαυτό μου να νευριάζει και τον άφησα για λίγο έτσι. Πολύ την είχα παρακαλέσει κοιτάζοντάς τη.

Ο Έντουαρντ τσέκαρε αν τα ρούχα μας χρειάζονταν κάποιες τελευταίες διορθώσεις ενώ η μακιγιέρ πουδράριζε τις μύτες μας για τελευταία φορά. Είχαμε μια ώρα προετοιμασίας και στα χέρια μας κρατούσαμε έναν φάκελο με τρεις σελίδες, μπρος- πίσω, των κανόνων που έπρεπε να ακολουθήσουμε ώστε να γίνουμε ένα με το πλήθος της εποχής. Αχρείαστο κατά την άποψή μου, ύποπτο επίσης όσον αφορούσε τον χρόνο που θα περνούσαμε εκεί. Ευτυχώς ή δυστυχώς, αυτό έμενε να το συμπεράνουμε. Κανείς δεν μπορούσε να υπολογίσει ακριβώς πόσο θα κρατούσε ένα ταξίδι στον χρόνο. Ο μέσος όρος ήταν δύο με τρεις ημέρες.

Έριξα μια αγριεμένη ματιά στον Γκάελ, στεκόμενος κοντά στη Νταρκέλα. Φυσικά και ο Μπρόντρικ δε θα έβαζε τον εαυτό του σε κίνδυνο και θα επέλεγε άλλον έναν αδερφό του να θυσιάσει. Η ανάμνηση της Ντελφίν με χτύπησε σαν κύμα ηλεκτρισμού. Το μίσος ήταν τόσο πολύ, τόσο βαρύ και ρευστό που λίγο ακόμα να μεγάλωνε, θα έσκαγα. Βρήκα ένα παλιό, θαμμένο κομμάτι ενός προηγούμενου εαυτού μου να αναδύεται από μια άβυσσο φυσικού σκότους. Ήταν εκείνη η πλευρά που μου είχε αφήσει η παραλίγο οριστική μεταμόρφωσή μου σε Σκοτεινό. Έκανα να τη κρύψω πάλι μα έβραζαν τα πάντα στο εσωτερικό μου, διογκώνοντας καθετί αρνητικό του ψυχισμού μου. Έφτασε στο στόμα μου μια γεύση που άλλοτε θα έβρισκα μεθυστική, άλλοτε εμετική, τώρα ήταν απλώς ευχάριστη. Η γεύση του αίματος.
Ήθελα να πιάσω τους Φατρίωνες του δωματίου και να τους σκίσω τον λαιμό, να τραφώ από τη μιζέρια τους. Μετά θα προχωρούσα στους Φράτρες..
Μια βαθιά ανάσα και το κάψιμο δύο κεχριμπαρένιων ματιών έκοψαν την ορμή μου. Η Νταρκ έδειχνε ανήσυχη κοιτάζοντάς με με νόημα. Ένιωθε αυτά που ένιωθα. Με έπιασε μια συντριπτική ντροπή που σχεδόν με έκανε να αποχωρήσω από την αίθουσα.

"Όλα καλά", σχημάτισε καθησυχαστικά με τα χείλη της κι αποφάσισα να πιστέψω σε αυτό.

"Πάμε παιδιά!", φώναξε χτυπώντας παλαμάκια ο Έντουαρντ και σημαίνοντας έτσι τη λήξη της προετοιμασίας μας.
Όλοι ήταν φτιαγμένοι για μια άλλη εποχή. Ο Γκάελ και οι πέντε Φράτρες είχαν παρόμοια ενδυμασία με εμένα, ίσως πιο διακριτική με αυτούς ντυμένους- στα γκρίζα- ενώ εγώ φορούσα ένα κυπαρισσί παλτό που έφτανε στα γόνατά μου κι ένα μεγαλύτερο μαύρο καπέλο. Μπορούσα να πω πως είχα μια άνετη ενδυμασία με έμφαση στα παπούτσια, για ευνόητους λόγους. Η Νταρκέλα από την άλλη, κι ας έδειχνε πανέμορφη με αυτό το παλιομοδίτικο φόρεμα και τις σφιχτές μαύρες μπούκλες της, δυσκολευόταν στις κινήσεις και εξού είχε ένα ξινισμένο ύφος.

Τα Μυστικά του Οικοσήμου.Where stories live. Discover now