Ινστιτούτο.

451 46 5
                                    

Ήμουν σε μια καλογυαλισμένη Mercedes για δύο ώρες, κοιτάζοντας την άσφαλτο, εφόσον μου είχαν κατασχέσει τα προσωπικά μου αντικείμενα. Δεν πρόβαλα αντίσταση και δεν ήξερα αν έπρεπε να το είχα κάνει.

Ρωτούσα κάθε πέντε λεπτά εάν φτάνουμε επιτέλους και κάθε πέντε λεπτά μου απαντούσαν κοφτά, με την ίδια λέξη.

Πλησιάζουμε.

Είχαμε διασχίσει χωριά, είχαμε προσπεράσει κωμοπόλεις, μέρη πρωτόγνωρα για εμένα. Εγώ γνώριζα μονάχα τους δρόμους του Λονδίνου, τους δρόμους της περιοχής όπου έμενα. Αυτές οι πεδιάδες δε με είχαν χαιρετήσει ποτέ ξανά κι ο χαιρετισμός τους φάνταζε απέραντος. Ήθελα να τελειώσει σύντομα. Ή μπορεί στην τελική και να μην ήθελα.

"Που πηγαίνουμε?", ρώτησα τον νεαρό, ξανθό άνδρα που καθόταν σαν φύλακας δίπλα μου, αφήνοντας βέβαια ένα τυπικό κενό ανάμεσά μας. Προσπάθησα να φανώ όσο πιο στωική ήταν εφικτό, αλλά ήμουν σίγουρη πως μου είχε ξεφύγει λίγη αγωνία στον τόνο μου.

Έριξε μια λοξή ματιά στα πόδια μου. Αυτομάτως τα έκρυψα από ντροπή που ήταν τόσο αδύνατα. Λίγο μετά κατάλαβα ότι τα κοίταξε επειδή το αριστερό μου πόδι έτρεμε λόγω νευρικότητας.

"Αγενέστατος", σχολίασα όταν πέρασε μισό λεπτό και δεν είχε απαντήσει. Άλλο η τυπικότητα, άλλο η συμπεριφορά των Φατρίωνων που έφτανε σε προσβλητικό επίπεδο.

Αισθανόμουν το βλέμμα του πάνω μου κι όταν γύρισα να τον αντικρίσω με φανερό θυμό, μου έκανε διακριτικά ένα νεύμα με το κεφάλι του να κοιτάξω έξω από το παράθυρο δίπλα του. Σύρθηκα λίγο πιο κοντά του και έκανα με δισταγμό αυτό που μου είπε. Στο βάθος του τοπίου, πίσω από λοφίσκους και εκτάσεις γρασιδιού, αχνοφαινόταν μια αστική περιοχή.

Προσπαθούσα να μαντέψω ποια πόλη βρισκόταν σε απόσταση όσο αυτή που είχαμε διανύσει. Δε χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ, αφού σύντομα μια ταμπέλα μου μαρτύρησε τον προορισμό μας.

Εδιμβούργο. 5 χιλιόμετρα.

Ήμουν περίπου μισό χρόνο στη Σκωτία, ωστόσο ποτέ δεν είχα επισκεφτεί το Εδιμβούργο, ούτε χρειάστηκε ποτέ να περάσω από κάποιον δρόμο κοντά του. Θα είχα ενθουσιαστεί, αλλά η συνειδητοποίηση πως ήμουν ουσιαστικά κρατούμενη των Φατρίωνων δε μου το επέτρεψε.

Η αγωνία μου απογειωνόταν κάθε χιλιόμετρο που πλησιάζαμε. Κι εκτός από την αγωνία μου, ένιωθα τις αύρες να αλλάζουν. Δεν μπορούσα να σκεφτώ όπως πριν. Ένιωθα να οξύνονται οι αισθήσεις μου, σε βαθμό που μου προκαλούσε πανικό. Το στήθος μου φούσκωσε, όμως η ανάσα μου στραγγίχτηκε. Η αίσθηση ήταν οικεία, αλλά με έπνιγε. Αυθόρμητα στράφηκα στον νεαρό δίπλα μου. Τα μάτια μου είχαν πεταχτεί έξω από τις κόγχες τους και τα φρύδια μου είχαν ανυψωθεί. Εκείνος διατήρησε τη στωικότητα του, σαν να μην ένιωθε την αλλαγή στην ατμόσφαιρα.

Τα Μυστικά του Οικοσήμου.Where stories live. Discover now