Διαχωρισμός.

740 76 18
                                    

Οδηγούσα αργά και προσεκτικά. Τα ειδικά κάλυμματα, που φρόντισε η Μπέλβα να βάλει στις ρόδες, δε με καθησύχαζαν εκατό τοις εκατό. Πάραυτα, είχα βάλει μουσική στη διαπασών και απολάμβανα τις σπάνιες στιγμές μοναξιάς κι ανεμελιάς.
Ήταν ωραίο να έχω κάτι υπό έλεγχο, κι ας ήταν ένα άψυχο αντικείμενο.

Παρότι η γιαγιά μου είπε να έρθω αμέσως μετά το σχολείο, εγώ άλλαξα δρόμο κάνοντας ολόκληρο κύκλο για το σπίτι. Στο Λονδίνο, σπάνια είχα ώρες μοναξιάς, αλλά δεν τις χρειαζόμουν. Στο Σάντοουκαστλ, πνιγόμουν από ζευγάρια ματιών στυλωμένα σε 'μένα. Επομένως, χρειαζόμουν όση μοναχικότητα μπορούσα να διαπραγματευτώ.

Σκεφτόμουν πόσο είχε αλλάξει η ζωή μου σε πέντε μήνες. Η κοινωνικότητά μου, τα όμορφα συναισθήματα, κι οτιδήποτε θετικό, είχαν σβήσει με την υποτιθέμενη τελευταία πνοή του πατέρα μου. Καμιά απ' τις προηγούμενες φίλες μου δε με είχε πάρει τηλέφωνο τους πρώτους μήνες μου εδώ. Βέβαια, είχα ξεχάσει τελείως τα social media και δεν ήμουν σίγουρη για το εάν ήθελα να ξαναμπώ. Η απογοήτευση του να μη με έχει ψάξει κανείς, θα ήταν μια ισχυρή επιβάρυνση. Και να ήθελα να μπω, όμως, πλέον δεν είχα κινητό. Το είχα χάσει στις εγκαταλελειμμένες φυλακές και δεν ήθελα να ζητήσω καινούριο απ' την Μπέλβα. Είχε ήδη ξοδεύσει πολλά.

Δυναμώνοντας τη μουσική, πάτησα το γκάζι. Όσο κι αν απολάμβανα τα παλιά CDs του Όσκαρ και της μητέρας μου, η γιαγιά με περίμενε για το μεσημεριανό. Η στροφή για τον δρόμο του σπιτιού πλησίαζε κι εφόσον δεν υπήρχε κανένα άλλο αυτοκίνητο, δε θεώρησα απαραίτητο να βάλω φλας. Τη στιγμή που θα έστριβα το τιμόνι ανάλογα, μια φιγούρα πετάχτηκε πάνω στη γωνία. Αιφνιδιάστηκα απ' το ματωμένο της πρόσωπο. Είχε ανοίξει το στόμα της και κραύγαζε. Άκουγα πραγματικά τη φωνή της.

Άργησα να επανάκτησω τα λογικά μου και όταν κοίταξα πέρα απ' τη τζαμαρία, κατευθυνόμουν προς τον ξύλινο φράχτη μιας τεράστιας, επαρχιακής αυλής. Έπιασα πανικόβλητη το τιμόνι και το Chevrolet μου άρχισε να στριφογυρίζει χάνοντας την πορεία του. Τα ασυγκράτητα ουρλιαχτά μου ξεδιπλώνονταν και ξεπερνούσαν εκείνα της Σεσίλια. Δεν ήμουν ο Γκρέγκορι, δε γνώριζα πως να χειριστώ αντανακλαστικα το όχημα υπό τέτοιες συνθήκες. Καθυστέρησα να αντιδράσω. Γύρισα το τιμόνι στη μεριά που γινόταν η ολίσθηση. Σε σκόρπιες κινήσεις και εικόνες, κάπως κατάφερα να επιστρέψω σε μια ευθεία. Κατά καλή μου τύχη, αρχικά ο δρόμος ήταν φαρδύς. Ωστόσο, όσο προχωρούσα στένευε από αυτοκίνητα παρκαρισμένα δεξιά κι αριστερά. Πάτησα το φρένο αδύναμα, για να μη σταματήσει απότομα και τραυματιστώ.

Τα Μυστικά του Οικοσήμου.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα