Το Στοιχειό.

183 24 5
                                    

Νταρκέλα.

Τα μάτια του με έκαιγαν κάθε τόσο στη διαδρομή όπου πεισματικά είχα γυρίσει την πλάτη μου κοιτάζοντας απέξω. Θα ορκιζόμουν πως μέχρι κι όταν με πήρε για λίγη ώρα ο ύπνος εκείνος με κοιτούσε που και που, έντονα και με διάρκεια. Ήταν σαν να ήθελε να αποκωδικοποιήσει τον σημερινό λόγο που τον αντιπαθούσα. Ε, λοιπόν, δε θα είχε τη βοήθειά μου σε αυτό.
Σε ένα κομμάτι της πόλης, είχα φροντίσει να παραμείνουν τα μάτια μου ανοιχτά μα με το θέαμα που αντίκρισα προτίμησα να τα ξανακλείσω. Περνώντας τους πιο φτωχικούς δρόμους, είδα μια κατάσταση ζητιάνων και άρρωστων ανθρώπων που δε θα έβλεπε κανείς ούτε στη χειρότερη περιοχή του Λονδίνου. Ντυμένοι κυριολεκτικά με κουρέλια και απίστευτα αδύνατοι κι αδύναμοι, σέρνονταν και παρακαλούσαν γονατιστοί τους περαστικούς. Μου είχε σβήσει την περιέργεια να αγναντέψω κι άλλο από το παράθυρο.
Κοίταξα να δω αν είχε επηρεάσει εξίσου τον Κάσπιαν αλλά δε φανέρωνε κανένα απολύτως συναίσθημα. Περισσότερο παρατηρούσε τα κτήρια παρά την εξαθλίωση γύρω τους. Αναρωτήθηκα τι σκεφτόταν, δεν έβλεπε κάτι το εντυπωσιακό σε εκείνη την περιοχή παρά τοπική αρχιτεκτονική. Ο αληθινός θαυμασμός ήρθε όχι πολύ μακριά από το Σαντοουκάστλ, όταν ξεπρόβαλε πίσω από τα μαύρα πεύκα η έπαυλη των ΜακΚάστερν. Ένα πολύ ψηλό και μεγάλο οίκισμα, περισσότερο βαρονικής αρχιτεκτονικής παρά νεοκλασσικής, φτιαγμένο από γκρίζα και καφετί τούβλα. Οι πυργκίσκοι του ήταν στρογγυλοί στη βάση και μυτεροί στο ύψος τους.
Ένας κόμπος σχηματίστηκε στο λαιμό μου και προσπάθησα να τον διώξω ξεροβήχοντας. Έστρωσα νευρικά με τα χέρια μου το φόρεμά μου. Η συνειδητοποίηση του τι κάναμε με χτύπησε επιτέλους, διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή η υπόθεση έμοιαζε σαν όνειρο με την έννοια της μη πραγματικότητας.
Άρχισα να μετράω τα μπορντό λουλουδάκια του υφάσματός μου.

Θα γνωρίσω τη Σεσίλια.
Τη γυναίκα που το πνεύμα της με κυνηγούσε και με τρομοκρατούσε.
Το πνεύμα που γνωρίζει όλα τα σκοτεινά μυστικά που μου κρατούν.
Το Στοιχειό μου.

Είχα διαβάσει για τη σύνδεση Στοιχειού και Βενέφικα κι ήξερα τη δύναμή της. Πιθανότατα να την αναγνώριζα σε άλλο βάθος όταν την έβλεπα. Πιθανότατα να φοβόμουν ή και να θύμωνα. Θα επέλεγα τον θυμό, δεν είχα χώρο για φοβίες.

Η άμαξα στάθμευσε στον χαλικόστρωτο δρόμο μπροστά από την κύρια είσοδο του αρχοντικού. Σε όλη την υπόλοιπη έκταση υπήρχε γκαζόν, τέλεια σχηματισμένοι θάμνοι και πολύχρωμα λουλούδια. Ο καιρός βέβαια ήταν μουντός με την κλασσική Σκωτσέζικη συννεφιά και υγρασία. Ο οδηγός μας άνοιξε την πόρτα στον καθένα μας για να μας καλωσορίσει ο μπάτλερ του σπιτιού.

Τα Μυστικά του Οικοσήμου.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα