Διαδοχή.

906 83 13
                                    

Τα Χριστουγεννιάτικα στολίδια και φωτάκια διακοσμούσαν ακόμη το κέντρο του Σάντοουκαστλ. Ευτυχώς, οι μουσικοί του δρόμου με τις γκάιντες είχαν εξαφανιστεί και δεν ήταν τόσο αποπνικτικό να περπατάω στα δρομάκια της πόλης. Η υπερβολική ευδαιμονία των γιορτών επιδείνωνε την καταθλιπτική μου διάθεση, εφόσον δεν μπορούσα να ταυτιστώ καθόλου με το εορταστικό πνεύμα.

Η αυριανή ημέρα θα ήταν η επίσημη επιστροφή στα σχολικά θρανία και μπορεί οι διακοπές μου να απείχαν πολύ απ' το ονειρικό, προτιμούσα όμως να τις ζήσω ξανά κι όχι να κλειστώ μέσα στους συγκεκριμένους τοίχους. Η περιέργεια των πολιτών δεν είχε ξεθωριάσει ούτε κατά έναν βαθμό, πόσο μάλλον των συμμαθητών μου.

Βέβαια, το θετικό ήταν πως δε θα είχα διαρκώς την Μπέλβα πάνω απ' το κεφάλι μου να με πιέζει να τρώω. Δεν την αδικούσα που ήθελε να βάλω κιλά, είχα χάσει τουλάχιστον δέκα από τότε που εγκαταστάθηκα εδώ. Πολλά ρούχα μου έδειχναν άκομψα επάνω μου και δεν ένιωθα διόλου όμορφα γι' αυτό. Προσπαθούσα να φτάσω ξανά στο δικό μου ιδανικό, μα με εμπόδιζε ο κόμπος στον λαιμό.

Σταμάτησα στη μέση του πεζοδρομίου. Η ταμπέλα που κρεμόταν από ένα παλιοκαιρισμένο κτήριο μου ήταν ανατριχιαστικά γνώριμη. Ήταν το ανθοπωλείο του νεκρού πια Ντάγκλας. Δεν ήξερα αν ήθελα να περάσω απ' το μέρος εκείνο. Ήμουν ακόμη τραυματισμένη απ' τα γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί στον χώρο αυτόν.

Τρεις μεσήλικες περαστικοί με προσπέρασαν, γυρνώντας το κεφάλι τους πίσω, λογικά για να ελέγξουν εάν είχα σώας τας φρένας. Μπήκα στον πειρασμό να τους υψώσω το μεσαίο μου δάχτυλο, αλλά απέρριψα την ιδέα. Ήμουν ήδη το επίκεντρο, υπενθύμιζα στον εαυτό μου.

Με βεβιασμένα, μικρά βήματα πλησίασα τη φορτωμένη με βλάστηση τζαμαρία. Το καρτελάκι δήλωνε 'Ανοικτά'. Η περιέργειά μου με ώθησε να γυρίσω το χερούλι και να εισέλθω δειλά στο εσωτερικό. Η νεαρή γυναίκα που καθόταν πίσω απ' τον πάγκο σηκώθηκε απότομα, με σκοπό να με εξυπηρετήσει.

"Καλημέρα σας. Τι θα θέλατε?".

Την κοίταξα αμίλητη. Δε μου έβγαινε φωνή. Απέκλεια να ήταν τόσο νέα η γυναίκα του. Κι εκτός αυτού, θα με είχε αναγνωρίσει, αφού ήξερε για τον κόσμο μας και τη δολοφονία του άνδρα της. Μήπως η κόρη τους? Παραήταν ευδιάθετη.

"Είστε καλά?"

"Ε, ναι", κούνησα το κεφάλι. "Ήθελα να μάθω για την τιμή του.. νάρκισσου".

Τα Μυστικά του Οικοσήμου.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα