Σκοτεινή Θυσία.

402 38 4
                                    

Δεν ήξερα που να πάω, όλα τα δωμάτια ήταν κατειλλημένα από αναμένους εφήβους ή κοπέλες που έκλαιγαν πάνω από τον εμετό τους. Βγήκα από την πίσω πόρτα της κουζίνας βρίζοντας. Βρήκα μια γωνία στον κήπο όπου θα παρέμενα κρυμμένη από τα περίεργα βλέμματα. Κάπου ανάμεσα σε τέλεια κομμένους θάμνους με λευκά λουλουδάκια και στον τοίχο του γκαράζ, άφησα τον εαυτό μου να πέσει στο γρασίδι. Είχα κρύψει το κεφάλι μου ανάμεσα στα γόνατά μου. Είχα αντιδράσει υπερβολικά? Μάλλον επειδή είχε πιει πολύ δεν καταλάβαινε τι έκανε. Αυτό μόνο. Είχα αντιδράσει υπερβολικά και την είχα αφήσει μόνη της εκεί.

"Θα σε συμβούλευα να κλείσεις λίγο τα πόδια σου. Εκτός αν αποφάσισες να κάνουμε μαζί την τελετή".

Ήταν κάπου κοντά μου αλλά δεν τον έβλεπα. "Παράτα με, Κάσπιαν. Δεν είναι ώρα τώρα". Δεν είχα όρεξη ούτε να τον βρίσω που είχε το θράσος να μου λέει κάτι τέτοιο πάνω από τη συμπλήρωση του ονόματός του στον τόμο των Οικοσήμων. Τράβηξα το φορεματάκι να καλύπτει περισσότερο από τους μηρούς μου. Εμφανίστηκε από τη πίσω γωνία του γκαράζ και περπάτησε τόσο αργά σε εμένα που έμοιαζε σαν μια αποτυχημένη προσπάθεια να μην τρεκλίσει. Κάθισε δίπλα μου και στήριξε το κεφάλι του στον τοίχο πίσω μας. Έγυρα διακριτικά προς αυτόν ώστε να καταλάβω αν μύριζε εκείνος αλκοόλ ή αν η βότκα- κεράσι αναδυόταν από εμένα.

"Δε σε προσκάλεσα στην παρέα μου". Με κοίταξε συνοφρυωμένος και αναζήτησε τα υπόλοιπα μέλη της αναφερόμενης παρέας. "Εννοώ την απόγνωση, τη θλίψη και την αγανάκτηση", άπλωσα το χέρι σαν να τις παρουσίαζα.

"Έλα τώρα, Νταρκ. Θα είναι ψέμα άμα πεις πως δεν είχες καταλάβει ότι η κοντή είναι τσιμπημένη μαζί σου".

Θύμωσα. Και βέβαια δεν ήξερα. Διερεύνησε το προβληματισμένο μου πρόσωπο όπου οι μύες είχαν κουραστεί από τις έντονες εκφράσεις και κρέμονταν λυπημένοι. "Μα και βέβαια.. Αφού δεν έχεις καταλάβει πόσο θελκτική είσαι", ακούστηκε σαν παράπονο. Διέκρινα την αντανάκλασή μου στα μάτια του καθώς και μερικά φώτα της εισόδου αρκετά μέτρα μακριά- τα μόνα που φώτιζαν ελάχιστα το σημείο που είχαμε κρυφτεί.

"Μυρίζεις υπερβολικά πολύ βότκα - λεμόνι για να μιλάς αυτή τη στιγμή".

Τα μάτια του δυσκολεύονταν να εστιάσουν αλλά ήταν αφιερωμένα σε εμένα. "Κι εσύ μυρίζεις κεράσι. Θα μπορούσαμε να κάνουμε φρουτοσαλάτα".

Δεν μπόρεσα πάρα να γελάσω με το πόσο αμήχανο ήταν αυτό που είχε πει. Ένα χαμόγελο απείλησε να σχηματιστεί στο πρόσωπό του αλλά το κράτησε πίσω και αντ' αυτού μου χάρισε μια προσποιητά απαξιωτική έκφραση. Αμέσως όμως θυμήθηκα γιατί είχα βρεθεί εκεί εξ αρχής και το γέλιο μου πάγωσε.

Τα Μυστικά του Οικοσήμου.Where stories live. Discover now