Χωρίς κανόνες

10.9K 824 90
                                    


Πατά ακόμη μια φορά την κόρνα παρατεταμένα και εκείνη αστραπιαία κλείνει τα μάτια της. Δεν την αφήνει απο τα χέρια του μονάχα όταν εκείνη αποφασίζει να κινηθεί προς το αμάξι.

Μπαίνει σχεδόν νευριασμένη, δεν ξέρει τι της φταίει, αλλά είναι θυμωμένη τόσο πολύ, μαζί του , με την Κάτια, με τον πατέρα της. Ακόμη και με την Ευτυχία.

Κλείνει πίσω της με φόρα την πόρτα και τον κοιτάει. Εκείνος δεν βάζει μπροστά να φύγει. Ο βόμβος της αναμμένης μηχανής ακούγεται σχεδόν σαν νανούρισμα.

"Για βιαστικός, πολύ ώρα κάνεις να ξεκινήσεις"

Την κοιτάζει έκπληκτος και μετά γυρνά στο τιμόνι. Κοιτά λες και θέλει να δει κάτι στο βάθος. Πετά το τσιγάρο του με φόρα έξω απο το παράθυρο και βάζει πρώτη καθώς γκαζώνει δυνατά.

Η άσφαλτος παγωμένη και σχεδόν κανένα διερχόμενο αυτοκίνητο δεν υπάρχει στο δρόμο. Τα δέντρα διαδέχονται το ένα μετά το άλλο τόσο γρήγορα που όλα δείχνουν να γλιστράνε απο κοντά τους με ταχύτητα. Μόνο αυτοί φαντάζουν ακίνητοι. Μια περίεργη γεμάτη ένταση καλύπτει το αυτοκίνητο.

Μετά απο μια ώρα σταματά το αυτοκίνητο σε ένα μικρό βενζινάδικο. Κατεβαίνει , βάζει βενζίνη και της κάνει νόημα να κατέβει. Τον ακολουθεί μόνο όταν τον βλέπει να χάνεται σε ένα μικρό διπλανό μαγαζί. 

Μπαίνει μέσα και η πρώτη μυρωδιά που της έρχεται στο πρόσωπο είναι η μυρωδιά της σόμπας ανακατεμένη με άρωμα καφέ και ζεστής τυρόπιτας. Είναι καθισμένος σε ένα γωνιακό τραπέζι. Μια γυναίκα γύρω στα σαράντα είναι σχεδόν σκυμμένη απο πάνω του. Του χαμογελάει και απο το ντεκολτέ της ξεχειλίζει το στήθος της.

Τους πλησιάζει και η γυναίκα την κοιτάζει εξεταστικά απο πάνω ως κάτω. Φοράει φόρμες τσαλακωμένες, το μαλλί της είναι αχτένιστο, σε αντίθεση με τον όμορφο άντρα δίπλα της. Εκείνος είναι περιποιημένος , φοράει κουστούμι, στο χέρι του βλέπει ένα ακριβό ρολόι, μυρίζει απο πάνω ως κάτω λεφτά και ..άντρας.

Του χαμογελά ξανά.

"Λοιπόν μόνο ένα καφέ?"  χωρίς να της επαναλάβει την παραγγελία του γυρνά στην Χαρά που είναι όρθια μπροστά στο τραπέζι.

"Πες τι θα πάρεις" 

Τον κοιτά αμίλητη. Εκείνος την ξανακοιτά αυστηρά. Φαίνεται πως βιάζεται και θέλει να τελειώνει. 

"Καφέ κι εγώ"

"Να της φέρεις και κάτι να φάει" συμπληρώνει και σκύβει το κεφάλι του στο κινητό του. Γράφει ασταμάτητα κάτι και εκείνη τον κοιτάζει. Απο την άκρη του μαγαζιού η γυναίκα βάζει δυο καφέδες σε δυο μεγάλες κούπες και μια τυρόπιτα. Κοιτάζει κι εκείνη τον Αντρέα. Αν της έλεγε να βρεθούν οι δυο τους έστω για μια φορά..ναι..θα ήθελε μια φορά στην ζωή της να νιώσει πως είναι να είσαι με έναν τέτοιον άντρα.

Μην μιλάςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα