Chapter 5

8.2K 441 69
                                    

Κάθομαι στο πάτωμα δίπλα στον Μάριο. Μου δίνει κάποια χρωματιστά τουβλάκια, και αρχίζει να χτίζει κάποια. Εγώ χάνομαι στις σκέψεις μου και εκείνο κουνάει τα χέρια του μπροστά από το πρόσωπο μου σε μια προσπάθεια να με 'ξυπνήσει'.

«Παιτσε μαζί μου, μην είσαι στον κόσμο σου»
Παραπονιέται και μου δείχνει τα τουβλάκια.

«Εντάξει»
Του λέω και παίρνω ένα τουβλάκι, βάζοντας το πάνω σου ένα άλλο.

Μα τι διασκεδαστικό.

Ο Στέφανος κάνει την εμφάνιση του και κάθεται στον καναπέ απέναντι μας.

Δεν τον κοιτάζω καν.
Δεν ξέρω καν γιατί με πείραξε που είδα το ανόητο πεταμένο σουτιέν στο κρεβάτι του.

«Στέφανε, έλα και εσύ να παιτσεις μαζί μας»
Του λέει ο Μάριος και εκείνος στριφογυρίζει τα μάτια του.

Κάθεται δίπλα στον Μάριο.
Παίρνει ένα τουβλάκι και το τοποθετεί πάνω στον μικρό πύργο που έχει κάνει ο Μάριος.

«Το βάζεις λάθος»
Τον διορθώνει και ο Στέφανος τον κοιτάζει με μισό μάτι.

«Πως γίνεται να τα βάλω λάθος;
Είναι τουβλάκια»

«Πλεπει να τα βάζεις ανά χρώμα»
Του εξηγεί, και εκείνος κοπαναει το χέρι του στο μέτωπο του.

Τουλάχιστον δεν θα χρειαστεί να του κάνω εγώ facepalm, με έβγαλε από την δύσκολη θέση.

Αν και θα το ήθελα.

Αλλά ντααξει.

~~~~~

«Φαιδλα πεινάω»
Τραβάει την μπλούζα μου.

«Εντάξει, έλα να σου βάλω να φας»
Του λέω και αφού γνεψει πιάνει το χέρι μου και με οδηγεί στην κουζίνα.

Ανοίγω τον φούρνο που η κυρία Μαρία είπε πως έχει μέσα το φαγητό.
Παστίτσιο.

«Θα φάμε και εμείς.»
Με ενημερώνει ο Στέφανος.

«Αν θες σου βάζω, εγώ δεν χρειάζεται»
Ανοίγω το πρώτο ντουλάπι που βλέπω και ευτυχώς μέσα είναι τα πιάτα.
Βγάζω δύο πιάτα έξω.

«Η μαμά είπε να φας και εσύ»
Συμφωνεί ο Μάριος και ξεφυσαω αηχα.

Βγάζω ακόμη ένα πιάτο.
Γεμίζω το πιάτο του Στέφανου με μια ικανοποιητική ποσότητα. Και το πιάτο του Μάριου μέχρι την μέση, και βάζω ελάχιστα σε εμένα.

Αφήνω τα πιάτα μπροστά τους.
Ο Στέφανος ανοίγει το ψυγείο και φέρνει ένα μπουκάλι νερό, καθώς βγάζει δύο γυάλινα ποτήρια και ένα πλαστικό για τον μικρό.

MINE? [✓]Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα