Πρόλογος

425 34 80
                                    

ΜΙΤΤΕ, ΒΕΡΟΛΊΝΟ 1968

     Το Βερολίνο, με τις κομψές λεωφόρους και τα πομπώδη κτήρια του, βυθισμένο στο σκοτάδι, κάτω από ένα σμήνος μαύρα σύννεφα, ξύπνησε μέσα του εικόνες. Από μακριά έβλεπε το καταπράσινο τοπίο, που περιτριγύριζε τον καθεδρικό ναό Μπερλινέρ Ντομ, με τον κυανό τρούλο του να στέκει περήφανα και να καθρεφτίζεται με μεγαλοπρέπεια στα κρυστάλλινα νεαρά του ποταμού Σπρέε, βαμμένα κι αυτά στο σκούρο γκρίζο του ουρανού. Τα σύννεφα που κουλουριάζονταν και χόρευαν μπλέκοντας μεταξύ τους αποχρώσεις σπάνιες του γκρίζου προμήνυαν μεγάλη καταιγίδα. Ήδη από νωρίς είχε αρχίσει να ψιχαλίζει.     

     Μέσα του γέλασε. Δεν ήταν πάντα έτσι το Βερολίνο. Κάποτε τα κτήρια της πόλης ήταν πιο χαμηλά κι απλά, μα μετά τις καταστροφές του Β' Παγκοσμίου όλα άλλαξαν. Τη θέση τους πήραν ερείπια και από τα ερείπια χτίστηκε μια πόλη νέα.

     Κάποτε αυτή η πόλη, φιλοξένησε πρόσωπα και καταστάσεις που χαράχτηκαν στην παγκόσμια ιστορία, όχι με μελάνι. Με αθώων και μη το αίμα. Ποιος άραγε δεν γνωρίζει τις φρικαλεότητες του Τρίτου Ράιχ; Όλη αυτή η παράνοια άρχισε από το εσωτερικό του. Από αυτή την πόλη! Και ύστερα εξαπλώθηκε σαν γάγγραινα σε όλον τον κόσμο.     

     Είχε ειπωθεί κάποτε, και διόλου λανθασμένα, πως φόβος δεν μπορεί να ξέρει ο καθένας τι είναι. Φόβος ήταν το τρίτο Ράιχ. Είναι γεγονός εξάλλου. Όπως όμως γεγονός είναι πως δεν μπορεί να γνωρίζει κάποιος τον τρόμο του να σε θεωρεί μειονότητα το τρίτο Ράιχ. Το να είναι κανείς η μαύρη κηλίδα σε άσπρο πανί και από τη μία μέρα στην άλλη, να θεωρείται ξένος στη χώρα του. Να βρίσκει τις πόρτες των συνανθρώπων του, που κάποτε τον περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες, ξαφνικά κλειστές και ακόμη χειρότερα τις καρδιές τους.

     Το μίσος! Αυτό που ως και στις αγνές καρδιές των μικρών παιδιών είχαν φυτέψει. Αυτό το καταραμένο έφταιγε. Στη Χιτλερική Γερμανία η διαφορετικότητα έφερνε μονάχα θάνατο. Θάνατο για τους ανάξιους, κατά την κρίση τους, να ζουν στη Γερμανία των άριων.

   Τέτοιες σκέψεις έκανε. Ήταν ίσως η ατμόσφαιρα και ο μουντός ουρανός που έκρυβε τον ήλιο, ή ίσως οι σταγόνες της βροχής που έπεφταν απαλά στη στέγη και κυλούσαν σαν τα δάκρυα που μέρες σαν κι εκείνη κάποτε, έβρεχαν τα νεανικά του μάγουλα. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που τον ώθησε να το κάνει. Ήξερε μονάχα πως η ανάγκη του να αντιμετωπίσει αυτό το τέρας που άκουγε στο όνομα «Παρελθόν», μέρα με τη μέρα γιγανονόταν.

     Στο μυαλό του, γύριζαν στιγμές που ο χρόνος πήρε μαζί του. Άνθρωποι ενωμένοι, αγαπημένοι που εν τέλει ο θάνατος χώρισε βίαια. Ανέβηκαν κι αυτοί στο τρένο, για ένα ταξίδι δίχως επιστροφή κι από τότε είχαν να ανταμώσουν. Κανείς τους δεν ήξερε! Τα ονόματά τους ωστόσο έμεναν εκεί, χαραγμένα στο σημείο όπου βρισκόταν κρεμασμένο εκείνο το χρυσαφένιο μενταγιόν. Στην καρδιά του. Γιατί αυτούς τους ανθρώπους ποτέ δεν θα τους ξεχνούσε.

     Διστακτικά τα χέρια του, παγωμένα καθώς ήταν, πέρασαν στο εσωτερικό της φανέλας του για να τον κάνουν να ανατριχιάσει. Είχε καιρό να αντικρύσει αυτή την εικόνα μα η επιθυμία μέσα του κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος. Πέρασε λοιπόν δειλά την αλυσίδα από τον λαιμό στο κεφάλι του και ύστερα έμεινε να κοιτά επίμονα το μπιχλιμπίδι. Γέλασε. Δεν ήταν για αυτόν ένα μπιχλιμπίδι μονάχα. Ήταν ένα αντικείμενο που μέσα του ξυπνούσε αναμνήσεις θαμμένες. Θαμμένες μέσα σε μια εικόνα.

     Τα δάχτυλά του χάδεψαν το μενταγιόν και τα μάτια του στράφηκαν ξανά στο παράθυρο. Είχε πολλά χρόνια να πατήσει το πόδι του στο Βερολίνο. Η πόλη αυτή είχε στιγματίσει τη ζωή του και βρισκόμενος ξανά στα σπλάχνα της, στο κέντρο της, θα το έκανε. Είχε το θάρρος πια να κοιτάξει το παρελθόν κατάματα. Να κοιτάξει την ίδια την κόλαση ευθεία στα μάτια, να βουτήξει στην δική της άβυσσο και να βγει αλώβητος.

     Η καρδιά στο στήθος του χτυπούσε ακατάπαυστα και γρήγορα. Τόσο γρήγορα που σιγά σιγά κόμποι ιδρώτα άρχισαν να τρέχουν ευθεία στο κούτελό του. Τον άγχωνε. Ωστόσο ήταν πολύ αργά για να αλλάξει γνώμη. Το χέρι του είχε ξεκλειδώσει το μικρό λουκέτο εμπρός στο στρογγυλό μενταγιόν.

     Σκέψεις κατέκλυσαν το μυαλό του και ένας πόνος αριστερά το στήθος του τον τάραξε. Μέσα εκεί κρυβόταν μια εικόνα. Μια εικόνα που τον γύρισε πολλά χρόνια πίσω. Πίσω σε μια ιστορία που ξεκίνησε και εξελίχθηκε μαζί με τον χρόνο. Τον πήγε πίσω στην Τσεχοσλοβακία. Το περιστατικό ωστόσο λάμβανε μέρος, πριν τα κανόνια ξυπνήσουν τη Βαρσοβία, το τραγικό αυτό θύμα του πολέμου, το ξημέρωμα αυτό της 1ης Σεπτέμβρη του ‘39. Γύρισε νοητά στην Πράγα, εκείνον τον Φλεβάρη του 1938.

~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•

Γεια σας! Τι κάνετε;;;

Μια μικρή γεύση ώσπου να αρχίσω να ανεβάζω κανονικά!!!!

Μια μικρή γεύση ώσπου να αρχίσω να ανεβάζω κανονικά!!!!

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.
Το Άλικο Μονοπάτι (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now